United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δυο δειλά όμματα σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοί της αιπολικής γενεάς, προέκυπταν διά μέσου των κλάδων, υψηλά εις τα δένδρα, και ηγωνίζοντο ν' ανακαλύψωσι το μυστήριον της καλλονής εκεί εις το σκότος. Και τότε η ηχώ θα ηδύνατο καθώς το πάλαι, εις την εξομολόγησιν του Ερώντος, να επαναλάβη: Ερώ, ερώ. Ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης δεν είχε χορτάσει τον ύπνον.

Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν.

Και με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.

Ναί, τώρα πια τον Πάτροκλο δε συλλογιέμαι τόσο 240 π' όρνια και σκύλους γλήγορα στο κάστρο θα χορτάσει, όσο για το κεφάλι μου και το δικό σου τρέμω μην πάθουν, τι όλα σκέπασε πολέμου αντάρα γύρω, και χάσκει ρούφουλας θαρρείς ο Έχτορας μπροστά μας. Μα φώναξε, κι' ίσως κανείς ακούσει πολεμάρχης245

Ο Ανθύπατος ήθελε να φύγη. Ο Αΰλος ηναντιώθη. Με τον μανδύαν ερριμμένον επί των γόμφων, εκυλίετο όπισθεν ενός σωρού τροφίμων τα οποία, αν και είχε χορτάσει υπερμέτρως, δεν ήθελε ν' αποχωρισθή. H έξαψις του λαού ηύξανεν. Ενεθυμούντο την δόξαν του Ισραήλ την αρχαίαν, και ηύχοντο την απελευθέρωσίν των. Όλοι οι μέχρι τούδε κατακτηταί των ετιμωρήθησαν. Και ο Αντίγονος, και ο Κράσσος και ο Βάρος.

Έπειτα αφού συνήλθον ολίγον από τον φόβον μου, και από την λειποθυμίαν διά το νέον συμβεβηκός, με το να μη με έσφιγγε τόσον με τα ποδάρια του, τα οποία παρωμοίαζον ωσάν της Φώκιας, και αφού εκείνο το αχρείον γεροντάκι εκατάλαβε πως εγώ ανέλαβα τα αισθητήριά μου, με εκτύπησε με το ένα του ποδάρι εις τα πλευρά, και με το άλλο εις το στήθος διά να σηκωθώ· και τότε σηκωθείς με εκείνον κολλημμένον εις τες πλάτες, μου έκαμε νεύμα να περάσω το ποταμάκι· και περνώντας εκείθεν, εστοχάσθην να το φέρω σιμά εις τους καρπούς των δένδρων, μήπως αφού ήθελε χορτάσει τρώγοντας, ήθελε με αφήσει.

Δεν είναι καλά, το παιδί; Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου. Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον. — Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς. Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.