United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, το ξέρεις: αν ξαναδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε Βασιλική διαταγή θα μ' εμποδίσουν να κάνω τη θέλησι του φίλου μου, κι' ας είναι φρονιμάδα και τρέλλα ας είναι! — Φίλη, ο Θεός που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ας σε ανταμείψη. — Φίλε, ο Θεός ας σ' έχη στη φύλαξί του!» Ο Τριστάνος κατέφυγε στην Ουαλλία, στον τόπο του ευγενικού Δούκα Γκιλαίν.

Θα την πάτε στο δάσος, μακρυά ή κοντά, αλλά σε τέτοιο μέρος που ποτέ κανείς να μην ανακαλύψη τίποτε. Εκεί θα την σκοτώσετε και θα μου φέρετε τη γλώσσα της. Θυμηθήτε, για να μου τα επαναλάβετε, τα λόγια που θα πη. Πηγαίνετε. Στο γυρισμό θάσαστε ελεύθεροι και πλούσιοι». Έπειτα εκάλεσε τη Βραγγίνα. «Φίλη, βλέπεις πώς υποφέρει το σώμα μου, και πώς λυώνει.

Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο. — Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν. Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι...,ψι...ψι...τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του.

Την πήρε στα χέρια του και την εφίλησε γλυκά. Λίγο-λίγο πήρε κουράγιο εκείνη. «Φίλη, ω φίλη, τι σε βασανίζει έτσι; — Φοβάμαι, Μεγαλειότατε. Σας είδα τόσο θυμωμένο. — Ναι, γύριζα θυμωμένος απ' αυτό το κυνήγι. — Α! Μεγαλειότατε, αν σας λύπησαν οι κυνηγοί, αξίζει τάχα να τα πέρνετε τόσο κατάκαρδα αυτά τα πράγματαΓέλασε ο Μάρκος μ' αυτή την κουβέντα. «Όχι, φίλη, δεν με θύμωσαν οι κυνηγοί μου.

Πού συνέβη τούτο; — Εις της εξαδέλφης μου. — Η εξαδέλφη σου γνωρίζει τας θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους; — Ω ναι! Ήτο φίλη της μητρός των. — Α! τώρα καταλαμβάνω, ανεφώνησεν ο Κ. Πλατέας. Η εξαδέλφη σου ήκουε τους αναστεναγμούς σου! Εκείνη εγνώριζε το μυστικόν σου. Διά τούτο δεν μου είπες ποτέ τίποτε εμέ.

Τι θα της εστοίχιζε; Ο Θεός είναι αληθινός κριτής. Έτσι μια για πάντα θα μπορούσε να διαλύση της παληές υποψίες». Αυτό έλεγαν. Αλλ' ας τ' αφήσουμε. Τους έδιωξα, σου λέω». Ανατρίχιασε η Ιζόλδη. Κύτταξε το Βασιλιά. «Μεγαλειότατε, παραγγείλατε τους να ξαναγυρίσουν στην Αυλή σας. Θα δικαιολογηθώ με όρκο. — Πότε; — Σε δέκα μέρες. — Η προθεσμία, φίλη, είναι πολύ σύντομη. — Είναι πολύ μακρυνή, μάλιστα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιός; η Βουλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όχι, καλέ• η φίλη μου που εγέννα. Μα η Βουλή μαζώχθηκε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν στάχω ειπωμένα από τα χθες; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θυμάμαι, ναι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν έφθασε ως ταυτιά σου μία είδησις; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα το Θεό, δεν ξέρω. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Άιντε χάσου και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.

Όσο για τον Τριστάνο, αφού σε τρεις ημέρες παράδινε τη Βασίλισσα στα χέρια του Βασιληά Μάρκου, στον Επικίνδυνο Πόρο, όφειλε ύστερα να περάση τη θάλασσα και να φύγη». «Θεέ! είπε ο Τριστάνος. Τι, πόνος να σε χάσω, φίλη! Είναι ανάγκη μολαταύτα, αφού μπορώ έτσι να σε γλυτώσω απ' όσα εξ αιτίας μου υπέφερες. Όταν θάρθη η στιγμή να χωριστούμε, θα σας χαρίσω ένα δώρο, εγγύησι της αγάπης μου.

Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν πάση ανέσει, διά μ ε τ α ν ο ι ώ ν και χαβιαροφαγίας, να καθαρισθώμεν από πάσης χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν πάντα τα από των απόκρεω και των μεταμφιέσεων κρίματα ημών.

Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι.