United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια.

Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! — Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. — Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. — Επήγαμεν εις το παράθυρον.

Αν λοιπόν και ο Πρωταγόρας ομολογή, ότι είναι κατώτερος από τον Σωκράτη να συνδιαλεχθή, ο Σωκράτης θα το θεωρήση αρκετήν ικανοποίησιν· αν δε νομίζη ότι ημπορεί να τον νικήση, ας κάμη μαζί του συνδιάλεξιν κάμνων ερωτήσεις και δίδων αποκρίσεις, χωρίς ν' απευθύνη εις κάθε ερώτησιν εκτεταμένην ομιλίαν διά να ξεφεύγη τας λογικάς αποδείξεις και επειδή δεν θέλει να δώση λογικήν απόκρισιν, αλλά μακρύνει την ομιλίαν έως ότου οι περισσότεροι από τους ακροατάς να λησμονήσουν διά ποίον αντικείμενον ήτο η ερώτησις· επειδή διά τον Σωκράτη εγώ εγγυώμαι, ότι αυτός δεν θα λησμονήση, και ας αστειεύεται και λέγει ότι είναι ξεχασιάρης.

Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο. — Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν. Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι...,ψι...ψι...τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του.

Έπαθαν όμως οι δυτικοί οι Ιστορικοί, και μαζί μ' αυτούς και πολλοί δικοί μας, ό,τι έπαθε το έθνος μας με τους κλασσικούς του προγόνους. Δεν τους ερχότανε να λησμονήσουν τη Ρώμη. Τους είχε μαγεμένους η Κοσμοκρατόρισσα, και βήμα δεν έκανε ο νους τους μήτε σ' Ανατολή μήτε σε Δύση δίχως να τα θωρούν και να τα λατρεύουν ακόμα τα μεγαλεία της.

Ήσαν λοιπόν τα όρια μεταξύ του εμπνευσμένου προφήτου και του πονηρού απαταιώνος τόσον αμφίβολα και δυσδιάκριτα; Ήτο πράγματι φοβερά ταπείνωσις και τοιαύτη ώστε να μη την λησμονήσουν μηδέ να την συγχωρήσουν ποτέ.

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.

Διότι οι χωρικοί, ανθρακείς ως επί το πλείστον και υλοτόμοι, είνε τόσον πτωχοί, ώστε μόλις να εξαρκούν εις την πενιχράν τροφήν των και την πενιχροτέραν ενδυμασίαν των. Ίνα μη λησμονήσουν όμως καθόλου τον Θεόν, εσυμφώνησαν όλοι από κοινού κ' εκάλεσαν ένα ιερέα, ο οποίος υπεχρεούτο εις κάθε εορτήν να λειτουργή κατά σειράν και εις έν χωρίδιον.