United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μολαταύτα το τελευταίο του φρούριο το Κάρχαιξ αντέχει ακόμη, γιατί δυνατά είναι τα τείχη του, και δυνατή είναι η καρδιά του γυιού του, του Καερντέν, του καλού ιππότη. Μα ο εχθρός τους τσιτώνει ολοένα και πεινάνε: θα μπορέσουν να βαστήξουν πολύ ακόμη;» Ο Τριστάνος ρώτησε πόσο μακρυά ήτανε το φρούριο του Κάρχαιξ. «Άρχοντα, δυο μίλλια μοναχά». Χωρίστηκαν και κοιμήθηκαν.

Α! ποιος θάβανε ποτέ με το νου του τέτοια προδοσία. Τη νύχτα, σαν απόφαγε ο Βασιλιάς και οι άνθρωποι του κοιμήθηκαν στην αίθουσα που ήτανε κολλητά στη δική του, ο Τριστάνος, κατά τη συνήθειά του, ήρθε στο δωμάτιο του Βασιληά Μάρκου. «Ωραίε ανηψιέ, κάνετε το θέλημά μου: την αυγή θα καβαλήστε και θα πάτε στο Καρδουέλ αυτή την επιστολή στο Βασιληά Αρθούρο, να την ανοίξη μπροστά σας.

Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια.

Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ' εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός του.

Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.

Κ' είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη: «Ύπνο γλυκό κ' ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθήτε, »κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια· »καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημέρωμά σας». Και λέγοντας τα λόγια αυτά κουνούσε την ασπίδα και τα παιδιά κοιμήθηκαν κ' ύπνος γλυκός τα πήρε.