United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν έπεσε στα θεωτικά πράγματα. Έκαμε λειτουργίας πολλάς, και αγιασμούς, και παρακλήσεις. Επήρε τα ρούχα του γυιου της, και τα έβαλε να λειτουργηθούν υπό την Αγίαν Τράπεζαν. Επαίδευσε τον εαυτόν της με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας, και γονυκλισίας. Τελευταίον προσέφυγεν εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Αύτη είχε παρά θεού το χάρισμα να διαλύη τας μαγείας και γοητείας.

Αυτά ξερά-ξερά, και ούτε ένα κάθισε, ούτε ένα τσιγάρο, ούτε τι κάμνει η γυναίκα σου, ούτε ένα λόγο για την υποτροφία του γυιού μου ή της κόρης μου το λοχία. Ήθελα να μείνω λιγάκι με την ελπίδα πως θα τα θυμηθή, είχεν όμως πολλήν εργασίαν. Τον αποχαιρέτησα με βαρεία καρδιά και ξαναπήγα με οκτώ μέρες.

Επιστρέφοντας ο γυιός ο μεγάλος από την Βλαχία, και πηγαινάμενος στην Σκόπελο, ηύρε 'κείνην που ήθελε να πάρη του κεφαλιού του πεθαμμένη, κ' ήλθεν εδώ με πένθος μεγάλο και με λύπησι, κ' επειδή τον έπιπτεν η συνείδησίς του, ήθελε να κάμη τον λόγο μου, να πάρη την Ουρανίτσα, μη ξεύροντας πως εγώ την είχα δώσει του γυιού μου του Λογιωτάτου.

Προς τον σκοπόν ακριβώς τούτον παρέχομεν εις το κοινόν την βιογραφίαν του μεγαλοφυούς «Γυιού της Καλόγριας», ευχόμενοι να καταστή αύτη πανελλήνιον ανάγνωσμα και να χρησιμεύση ως αφορμή θετικωτέρας εκδηλώσεως της προς τον Καραϊσκάκην εθνικής ευγνωμοσύνης.

«Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»... Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου. Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του». Ο Γιάννος ο περίφανος κι’ ο χιλιοπαινεμένος, Οπού είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . . — Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε; — Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια. Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά.

Δέκα χρόνια γεροντώτερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τάκουσ' αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γυιού της. Μα εκείνος μόλις τάκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίση, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δη τον Αγά. Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας.

Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.

Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά.