United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τούτο ήτο δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα πτερωτά του θύματα, είτε διότι επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του πιθανού, έσκαπτε διά του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή ετύπονε φανταστικάς εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ' αυτών μελάνην, και συμπιέζων έπειτα εις δύο τα φύλλα των.

Πιθανόν να έχωσι δίκαιον· η αλήθεια εξέρχεται πολλάκις εκ του στόματος των απλών· εις δε τον αιώνα τούτον των Θαυμάτων, καθ' ον ευρήκαμεν τον τρόπον να πλέωμεν χωρίς πανία, να τρέχωμεν χωρίς άλογα και να γράφωμεν χωρίς μελάνην δεν είναι παράδοξον ν' ανεκάλυψαν και οι σατυρικοί τον τρόπον να γελώσι χωρίς ν’ ανοίγωσι το στόμα.

Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς εκείνης αναβολής.

Άλλως η Ελλάς ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον ωδείον, οπού οι ελέω ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν πτωχυνθέντες και λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον βαρύν την μελανήν χολήν του στήθους των. Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος.

Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς την μικράν χείρα του ορφανού. — Καλότο! είπεν ασθενώς· καλότο! Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.

Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον δυσαρεστήσει το ήθος.

Εθεώρησαν περιττόν και να κρούσωσι καν την θύραν του ωργισμένου. Πλην πώς να γυρίσουν οπίσω; Μετ' ολίγον φως βιαστικόν επροχώρει ταχέως χαρασσόμενον επί των σκοτεινών οικιών της μεγάλης λιθοστρώτου οδού, της συνενούσης τας δύο μεγάλας της πόλεως συνοικίας. Εφώτιζεν ως αστραπή τους τοίχους κ' έφευγε προς τα κάτω, αφίνον όπισθεν του την νύκτα μελανήν και απρόσιτον.