United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιαύται υπήρξαν αι τρείς γνώμαι, και οι τέσσαρες άλλοι συνωμόται συνετάχθησαν με την τελευταίαν.

Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν.

Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρου μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον. Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε, ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις ή τέσσαρες.

Αι τέσσαρες γυναίκες, η σπιτονοικοκυρά μαζί με την κόρην της, η Κατερνιώ η ζωντοχήρα, κ' η κυρά Μήτραινα, η μήτηρ της μισής δουζίνας παιδιών, έκαμαν μέγαν συνασπισμόν και σταυροφορίαν εναντίον της Σταυρούλας.

Τέσσαρες νέοι εύμορφοι, τέσσαρα καπετανόπουλα, ως από ιερού ενθουσιασμού εμπνευσθέντες, όταν επανελθόντες από του ταξειδίου το φθινόπωρον, ήκουσαν αδόμενον και υμνούμενον το φαιδρόν συμβάν της διασώσεως του θησαυρού του Μοναστηρίου και την αρετήν της οικογενείας ταύτης, ήτις αν και ηδύνατο να αποκρύψη το χρυσίον, διότι ουδείς θα το εγνώριζεν, όμως παρέδωκε τούτο ανέπαφον ως ιερόν και άγιον χρήμα, απεφάσισαν εν τη στιγμή εκείνη της θείας εξάρσεως, καθ' ην ο άνθρωπος μεταβάλλεται όλος εις πνεύμα, υπερήφανος εν τη θεία του ευγενεία και ελευθεριότητι, απεφάσισαν να λάβωσιν ως συζύγους τας τέσσαρας ωραίας αδελφάς, άνευ προικός άλλης, μόνον με τας πλουσίας νυμφικάς ενδυμασίας των και τας λοιπάς επιπλώσεις του οίκου, προικιά κατασκευασθέντα διά της δωρεάς του Μοναστηρίου.

Η γειτόνισσα εκάγχαζε, προφανώς χωρίς νακούση κανέν αστείον. Και ούτως αι εύθυμοι εκείναι νέαι εύρισκον εύκολον διασκέδασιν. Η Αϊμά ετρέπετο εις φυγήν, οσάκις έβλεπεν όμιλον δύο ή τριών γυναικών επί το αυτό. Ημέραν τινά εις το φρέαρ προτού να γεμίση ακόμη την στάμναν της, έφθασαν τέσσαρες νεαραί γυναίκες όπως αντλήσωσι. Και τότε εύρον πρόχειρον θύμα. — Α! η γυφτοπούλα! Εδώ είσαι;

Και οι τέσσαρες οι βαστάζοντες αυτόν, βλέποντες ότι δεν ηδύναντο να φθάσωσιν εις τον Ιησούν διά μέσου του πλήθους, ανήλθον εις την οροφήν, χθαμαλήν καθώς αι των οικιών της Ανατολής, και ανοίξαντες ρωγμήν εις την στέγην, δι' άρσεως των κεράμων, κατεβίβασαν διά σχοινιών τον κράββατον μετά του παραλυτικού, ακριβώς εις το μέρος όπου εκάθητο ο Ιησούς.

Όσον περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν.

Ου μόνον δεν φαίνονται αβάσιμα, αλλά φέρουσιν εν εαυτοίς ανεξίτηλον την σφραγίδα της πεποιθήσεως και της βεβαιότητος. Μετ' επιμελείας δε και προσοχής αναγινώσκοντες βλέπομεν ότι οι τέσσαρες ευαγγγελισταί ιστορούσιν εξαπλήν δίκην, τετραπλούν εμπαιγμόν, τριπλήν αθώωσιν, δις επαναληφθείσαν καταδίκην του Χριστού του Κυρίου ημών.

Ανελίσσοντες το πόνημα του Bruhier περί αβεβαιότητος των συμπτωμάτων του θανάτου, ευρίσκομεν εν αυτώ εκατόν ογδοήκοντα τοιαύτα παραδείγματα εν οις πεντήκοντα ανθρώπων ταφέντων ζώντων, ισαρίθμων περίπου αναβιωσάντων αφού εκλείσθησαν εντός των φερέτρων, εβδομήκοντα πέντε νομισθέντων νεκρών, οίτινες εξύπνησαν είτε ενώ ερράπτοντο εν τω σαβάνω, είτε εν καιρώ επιδημίας ευρισκόμενοι ήδη εν μέσω σωρού πτωμάτων επί της νεκροφόρου αμάξης, και τέσσαρες ενώ ανετέμνοντο εν τω αμφιθεάτρω.