United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τοιούτον βαθμόν κακοηθείας έφθασεν ο Χέοψ ώστε έχων ανάγκην χρημάτων εισήγαγεν, ως λέγουσι, την θυγατέρα του εις πορνείον και την διέταξε να συνάξη ποσότητα τινα, αγνοώ πόσην διότι δεν με την είπον οι ιερείς.

Το οίκημα ευρίσκεται εις την είσοδον του ιερού, λέγουσι δε ότι δεν το έσυρον εντός διά την ακόλουθον αιτίαν ότε το έσυρον, ο αρχιτέκτων, αγανακτών και διά το επίπονον της εργασίας και διά τον πολύν χρόνον όστις κατηναλίσκετο, ήρχισε να στενάζη· ο δε Άμασις εκλαβών τούτο ως κακόν σημείον, δεν άφησε να σύρωσι το οίκημα περισσότερον· άλλοι λέγουσιν ότι είς των περί τους μοχλούς εργαζομένων κατεπλακώθη υπό τα οίκημα, και ότι από της στιγμής εκείνης έπαυσαν να το κινώσιν.

Λέγουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι ηξεύρουσι τους αριθμούς τούτους μετά βεβαιότητος, διότι πάντοτε αριθμούσι και σημειούσι τα έτη. Από δε του Διονύσου, όστις λέγεται ότι εγεννήθη εκ της θυγατρός του Κάδμου Σεμέλης, μέχρις εμού, παρήλθον χίλια εξακόσια περίπου έτη, και ουχί περισσότερα των εννεακοσίων από του υιού της Αλκμήνης Ηρακλέους.

Ο Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουσι, μηστηριωδώς πως, ότι το συμπόσιον τούτο παρετέθη εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού. Ο Ιωάννης ουδέ μνείαν ποιείται Σίμωνος του Λεπρού, ονόματος το οποίον δεν απαντά αλλαχού· και είνε προφανές εκ της διηγήσεώς του ότι η οικογένεια της Βηθανίας ήσαν καθ’ όλου αι κεντρικαί μορφαί της δεξιώσεως ταύτης.

Οι εγχώριοι λέγουσιν ότι κατεσκευάσθη από αιχμάς βελών, και ιδού πώς· βασιλεύς τις των Σκυθών, ονομαζόμενος Αριαντάν, θέλων να μάθη τον αριθμόν των Σκυθών, τους διέταξε να φέρη έκαστος μιαν αιχμήν βέλους, απειλών διά θανάτου εκείνον όστις δεν ήθελεν υπακούσει. Λέγουσι λοιπόν ότι εκομίσθησαν άπειροι τοιαύται αιχμαί και ότι ο βασιλεύς έκρινε καλόν να αφήση εξ αυτών ενθύμιον.

Έκθαμβοι πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης, αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα. — Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα χείλη. — Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε!

Διότι η ψυχή πηγαίνει εις την κατοικίαν του Άδου χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ανατροφήν της και τας συνηθείας της· τα οποία και λέγουσι μάλιστα ότι τα μέγιστα ωφελούν ή βλάπτουν εκείνον, ο οποίος έπαυσε να ζη, αμέσως άμα αρχίση το ταξείδιόν του δι' εκεί.

Είνε βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον πρωίμως αι εξοχότητες, όσον αλλαχούκαθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι ανυπόμονοι.

Τόσον ρίγος επροξένει η στιγμή αύτη, όπερ ηδύνατο να παγώση και την καρδίαν του ανθρώπου, εις τόσον θερμά του στήθους μέρη τρυπωμένην. Και μετά την νέκρωσιν της καρδίας επέρχεται η παραφροσύνη. Άλλοι λέγουσι το εναντίον, ότι νερουλιάζει το μυαλό· αλλά το ίδιο είνε . . .

Ο καιρός, λέγουσι, θεραπεύει πάσας τας πληγάς• αλλ' ουχί, νομίζω, τον έρωτα και την πείναν. Απ' εναντίας όσω περισσότερον μένη τις σώφρων ή νήστις, τοσούτω η όρεξις αυτού αυξάνει, μέχρις ου καταντήση να φάγη τα υποδήματά του ως οι στρατιώται του Ναπολέοντος εν Ρωσσία, ή να αγαπήση τας αίγας του, ως οι ποιμένες των Πυρηναίων.