United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάγαιναν τα βοσκαρούδια να ποτήσουν τα ζωντανά, πάγαιναν κ' οι κοπελιές να λεφκάνουν. Αγνάντεβαν τον Αργύρη ψηλά στο βράχο κ' εγλυκολάλειε η φλογέρα του. Εζήλεβαν τα βοσκαρούδια, επλάνταξαν από κεντέρι οι κοπελιές. Κ' εχαιρόταν τον Αργύρη της η Ζαχαρούλα... — Χάι! Ψαρή μ', χάιιι, αγιάτικο!... — Τον είπαν Αργύρη-Μήτρα τόρα, οπού λες.

Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη.

Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα.

Εις της σκηνής την είσοδο ήταν ζωγραφισμένος ο Κέκροψ με της κόρες του, με φείδια τυλιγμένος, εικόνα που αφιέρωσε απ' την Αθήνα κάποιος• κρατήρες έστησε χρυσούς στου τραπεζιού τη μέση, κ' εβγήκεν ένας κήρυκας στα νύχια του πατώντας, κ' εκάλει όποιος αγαπά να κάτση στο τραπέζι. Κι' όταν εγέμισε η σκηνή, στεφανοφορεμένοι, με την τροφή την άφθονη καθένας εχαιρόταν.