United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιος έλεγεν• είθε να κληρονομήσω την γυναίκα μου. Αλλος δε ηύχετο να μη αποκαλυφθή η παγίς την οποίαν είχε στήση κατά του αδελφού του• τρίτος εζήτει να κερδίση μίαν δίκην και άλλος ηύχετο να νικήση εις τα Ολύμπια. Εκ των ταξειδευόντων δε ο μεν ηύχετο να πνεύση βορράς, ο δε να πνεύση νότος• ο γεωργός εζήτει βροχήν, ο δε γναφεύς ήλιον.

Αυτό σοι το λέγω εγώ, όστις κατά το ταξείδιον εκείνο επέζησα ν' ακούσω μίαν διαβόητον επί φιλοζωία ογδοηκοντούτιδα γραίαν, ελέγχουσαν ένα θεοφοβούμενον αρχιεπίσκοπον, διότι δεν συγκατετίθετο να εκτελέση ό,τι του εζήτει ως ψ υ χ ι κ ό ν, δηλαδή ν α τ η ν ρ ί ψ η ε ι ς τ η ν θ ά λ α σ σ α ν!

Κατά τον χειμώνα του 625626 δεν υπήρχε σχεδόν στρατός Περσικός εις τας ευρυτάτας Ασιατικάς επαρχίας του κράτους, εκτός ολίγων αποσπασμάτων εις Αίγυπτον και Συρίαν και Μεσοποταμίαν. Αλλ' ο Ηράκλειος δεν ηδύνατο να θεωρήση τον πόλεμον περατωθέντα, ενόσω ο Χοσρόης δεν εζήτει ειρήνην. Εκείνος όμως επέμεινεν εις την εξακολούθησιν του πολέμου και μετά την καταστροφήν τόσων στρατιών.

Τίποτε δεν τον ελκύει, δεν ευρίσκει τέρψιν εις τίποτε, δεν ηξεύρει ούτε τι να αποφασίση ούτε ποίαν μέθοδον να μεταχειρισθή. Ο Πετρώνιος παρετήρει τα ηλλοιωμένα χαρακτηριστικά του Βινικίου, τας χείρας του τεινομένας ψηλαφητεί ως να εζήτει οδόν εν τω σκότει, και εσκέπτετο.

Ο δε Αρσάκης — ο οποίος ήτο ήδη ηλικιωμένος και αληθώς σεβάσμιος την όψινεξέφραζε εις βαρβαρικήν γλώσσαν την δυσφορίαν και την αγανάκτησίν του, διότι εβάδιζε πεζός και εζήτει να του φέρουν τον ίππον του. Διότι ο ίππος του είχεν αποθάνει συγχρόνως με αυτόν.

Εντεύθεν ο Ηρακλής έφθασεν εις την σήμερον καλουμένην Σκυθικήν χώραν, όπου ο χειμών και το ψύχος τον κατέλαβον· εκαλύφθη λοιπόν με την λεοντήν και εκοιμήθη. Αλλ' οι ίπποι του οχήματος, βόσκουσαι εις αυτό το διάστημα, εγένοντο άφαντοι κατά υπερφυσικήν τινα αιτίαν. Ότε ηγέρθη ο Ηρακλής τας εζήτει, και διατρέξας όλην την χώραν έφθασε τέλος εις την καλουμένην Υλαίαν.

Λαβών δε όσα εζήτει ανεχώρησεν αθορύβως, και αποκρύπτων την πορείαν του εις τους εχθρούς έφθασε μετά πολλούς κόπους και περιστροφάς διά τινος οδού, την οποίαν εύρε βατήν μεταξύ των κρημνών της νήσου, μέχρι του μέρους, το οποίον οι Λακεδαιμόνιοι πιστεύσαντες ως ισχυρόν δεν εφύλαττον.

Όλα εκείνα τα συντρίμματα παρίσταντο εις τους οφθαλμούς του ωσεί παραπονούμενα· το όπλον εν κλαυθμηρά θέσει τον ηρώτα τι εζήτει απ' αυτού πλέον; Μήπως επί της εποχής του δεν τον υπήκουσε πάντοτε, δεν τον υπηρέτησε πιστώς; Τόσας φοράς εις την Αράχωβαν, εις το Μεσολόγγι, εις τας Αθήνας, εις όλας τας φοβερωτάτας μάχας, μήπως δεν υπερασπίσθη αυτόν ζηλοτύπως, μ' επιμονήν και καρτερίαν μητρός, προφυλασσούσης το ίδιον τέκνον;

Και απεσύρετο προς την θύραν, διά να εξασφαλίση την υποχώρησιν εν περιπτώσει νέας εφόδου, οπότε ηκούσθη θόρυβος βημάτων. — Ο κύρης μου! εψιθύρισε και διευθετούσα τα ενδύματα και την κόμην της έτρεξε προς το τελάρον. Ο δε Μανώλης κατακόκκινος, παρετήρει γύρω, ως να εζήτει μέρος διά να φύγη.

Φθάσαντες δε εις τα παράλια της Λακωνικής και μαθόντες ότι τα πλοία των Πελοποννησίων ήσαν ήδη εις Κέρκυραν ο μεν Ευρυμέδων και ο Σοφοκλής έσπευδον να μεταβούν εις Κέρκυραν, ο δε Δημοσθένης εζήτει εξ εναντίας να προσεγγίσουν πρώτον εις την Πύλον, και, αφού πράξουν εκεί όσα έπρεπε, να εξακολουθήσουν έπειτα τον πλουν.