Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Αυγούστου 2024


Ενθυμίσου πώς ο Σωκράτης και ο Αριστείδης και ο Φωκίων εταξείδευσαν• ούτε άρτον είχαν πάντοτε και τοποθετημένοι επί των γυμνών σανίδων εις το κύτος, ούτε να εκτείνουν τους πόδας των είχον χώρον• με πόσα δε αγαθά εταξείδευσαν ο Καλλίας, ο Μειδίας και ο Σαρδανάπαλλος, διασκεδάζοντες και πτύοντες επί εκείνων οίτινες ευρίσκοντο κάτω από αυτούς.

Και ο ιερεύς επροχώρει απαριθμών τας φοβεράς συνεπείας όσαι θα εβάρυνον επ' αυτών εν εναντία περιπτώσει, εκφέρων μίαν προς μίαν κ' εντόνως τας λέξεις, κατακευρανών δι' αυτών τους ακροατάς του. Τα πρόσωπα των χωρικών έμενον ωχρά υπό του τρόμου· τα σώματά των είχον κυρτωθή, έτοιμα να γονυπετήσουν· οι οφθαλμοί δεν ετόλμων να υψωθούν εκ φόβου μήπως αντικρύσουν το οργίλον βλέμμα του Θεού.

Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα, τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των. Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του. Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να πάθη τίποτε.

Η συνήθεια αύτη προ αμνημονεύτων χρόνων επεκράτησε παρά τοις Αθηναίοις περισσότερον παρ' ό,τι εις άλλους. Επί Κέκροπος και των πρώτων βασιλέων μέχρι Θησέως η Αττική πάντοτε κατωκείτο κατά κώμας, των οποίων εκάστη είχε το πρυτανείον της και τους άρχοντάς της. Και οπότε δεν είχον τι να φοβηθούν δεν συνηθροίζοντο περί τον βασιλέα όπως διασκεφθούν, αλλ' επολιτεύοντο και διεσκέπτοντο χωριστά.

Η εξαδέλφη μου Μαχούλα έμεινε, μαζύ με την μικράν επταετή παιδίσκην της, και με δύο άλλας γυναίκας, γειτόνισσές της, αι οποίαι την είχον συνοδεύσει εις την εκδρομήν. Αύται περιήρχοντο εις τους λοφίσκους και εις τα ρεύματα, εις τα πέριξ του ναού συλλέγουσαι αγριολάχανα και μανιτάρια. Η εξαδέλφη μου Μαχούλα, ιδού τι έκαμεν.

Είχαν ενθυμηθή παλαιάς ιστορίας, διηγούντο προς αλλήλους τα παθήματά των, τα οποία δεν είχον τελειωμόν. Ο Παρρήσης μάλιστα εξαρθείς από της πεζότητος ετραγούδει κατά προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον: Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.

Ο δε Αλκιβιάδης εναντίον των κατηγοριών εκείνων απελογήθη αμέσως και είπεν ότι ήτο πρόθυμος πριν αναχωρήση να δικασθή περί όσων τον κατηγόρουν ότι έπραξε, και επειδή αι προπαρασκευαί είχον ήδη περατωθή, να τιμωρηθή μεν, εάν αποδειχθή ότι έπραξε τίποτε από αυτά, να διατηρήση δε το στρατηγικόν αξίωμα, εάν αθωωθή.

Και πράγματι της είχον αφήσει ως ένα βόμβον περί τα ώτα της· «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς; . . . Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω. Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος . . . »

Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.

Και ενώ έβλεπα τόσους σκελετούς συσσωρευμένους και όλους ομοίους, οι οποίοι είχον το βλέμμα κενόν και φοβερόν και εδείκνυον τους οδόντας χωρίς χείλη, εσκεπτόμην με απορίαν πώς είνε δυνατόν να διακρίνω τον Θερσίτην από τον ωραίον Νιρέα ή τον επαίτην γέρον από τον βασιλέα των Φαιάκων ή τον μάγειρον Πυρρίαν από τον Αγαμέμνονα• διότι δεν διετήρουν κανέν από τα παλαιά γνωρίσματα, αλλ' ήσαν όμοια τα κόκκαλα, αγνώριστα και χωρίς κανέν διακριτικόν σημείον, και κανείς δεν ηδύνατο να τα διακρίνη.

Λέξη Της Ημέρας

ανταμώνεται

Άλλοι Ψάχνουν