United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να πιάση Τούρκο και το ζουμί του να βγάλη, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει. Αγερικό σπίτι, κ' η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα.

Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πης, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, εικοσιπέντε. Θάσαι και συ τότες εικοσιδυό. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσης τέτοιο σαχίνι!

Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου. . . . Ταξίδι, ταξίδι. . . . Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι. » Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας.

Τρίτοντούτο ήτο το εκπληκτικώτεροντα τελευταία Χριστούγεννα, παρουσιάσθη την παραμονήν ο Μπάρμπα-δήμαρχος, κρατών δέμα τυλιγμένον με χονδρόν χαρτίον. Το ανοίγει η Μιλάχρω και ευρίσκει γόβες, διά την σύζυγόν του και διά την θυγατέρα του, και ένα ζωνάρι διά τον εαυτόν του. — Καλή χρονιά! Του λέγει η Μιλάχρω ειρωνικώς, προσθέτουσα: — Μαντζάρικο πάλι χάλασες; — Π'στευ'ς, καϋμένη, τον κόσμο!