United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τα συμβάντα δε ταύτα απέθανεν ο Κυαξάρης βασιλεύσας έτη τεσσαράκοντα, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου της Σκυθικής δυναστείας. Διεδέχθη δε την βασιλείαν ο υιός του Αστυάγης, όστις εγέννησε θυγατέρα την οποίαν ωνόμασε Μανδάνην.

Να μην ιδώ ποτέ καλόν εάν αυτός ο γάμος δεν έβγη καλορρίζικος. Τον ξεπερνά τον πρώτον! Πλην και να μη τον ξεπερνά, απέθανεν ο πρώτος· ή, και να μην απέθανε, δεν καταντά το ίδιον αν ζης χωρίς να χαίρεσαι τα στέφανα εκείνα; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Με την καρδιάν σου ομιλείς; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Και μ' όλην την ψυχήν μου. Ει δε καρδιάν μου και ψυχήν κατάρα να ταις εύρη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αμήν! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι είπες;

Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση.

Δεν θα χαρήτε όμως ότι με επεριπαίξατε» Ταύτα ειπών διέταξεν εκείνους εις ους ήσαν ανατεθειμένα τα τοιαύτα έργα να μαστιγώσωσι τους ιερείς και να φονεύσωσι τους άλλους Αιγυπτίους όσους ήθελεν εύρει πανηγυρίζοντας. Ούτω λοιπόν διελύθη η εορτή των Αιγυπτίων και οι ιερείς εμαστιγώθησαν, ο δε Άπις, πληγωμένος εις τον μηρόν, απέθανεν εις τον ναόν όπου έκειτο.

Ο Μιθριδάτης ο βασιλεύς του Πόντου, ο επιλεγόμενος Κτίστης και καταδιωχθείς υπό Αντιγόνου του Μονοφθάλμου, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα τεσσάρων ετών, όπως αναφέρουν ο Ιερώνυμος και άλλοι συγγραφείς.

Και ο Επίχαρμος ο ποιητής κωμωδιών λέγεται ότι έζησεν επίσης ενενήκοντα και επτά έτη. Ο δε Ανακρέων ο λυρικός ποιητής, έγινεν ογδοήκοντα πέντε ετών και ο Στησίχορος ο επίσης λυρικός ποιητής απέθανεν εις την αυτήν ηλικίαν. Ο δε Σιμωνίδης ο Κείος έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη.

Όταν προ ολίγων μηνών απέθανεν ο συχωρεμένος ο γέρω-Γκόρας, δεν της αφήκεν ειμή την αχυρίνην καλύβαν του εις μίαν ράχην του Άι-Γιώργη, δύο καρδάρες, δέκα χονδρά κουδούνια, δύο τσαντίλες, τρεις αγκλίτσες καλές από ξύλον αγριαπιδιάς και δέκα κατσίκας εγκύους.

Τοιαύτα εγκλήματα έχων υπ' όψει του, ο Ιώσηπος πιθανώς να ηγνόει την μυστικήν δολοφονίαν ολίγων θηλαζόντων έτι Νηπίων εις μικρόν τι χωρίον. Το αίμα των ήτο μία μικρά σταγών εις εκείνον τον ερυθρούν ποταμόν εις τον οποίον ο Ηρώδης είχε βουτηχθή μέχρι του λαιμού. Ο Ηρώδης απέθανεν ολίγον χρόνον μετά την βρεφοκτονίαν.

Τέλος εσχημάτισε το ερώτημα εις τρόπον πλάγιον, διότι τη εφαίνετο απότομον να την ερωτήση απ' ευθείας αν είνε μήτηρ της. — Κυρία, είπεν, ειξεύρετε πού είνε η μήτηρ μου; — Η μήτηρ σου; Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον. — Απέθανεν! εψέλλισε θλιβερώς η Αϊμά. — Αλλ' όμως είσαι έν των τέκνων μου. — Σεις λοιπόν;... Η Αϊμά δεν ετόλμα να συμπληρώση το συμπέρασμα τούτο. — Όχι, ένευσεν η ξένη.

Εκείνος όστις εκράτει το τόξον, στενοχωρούμενος εκ του σύνεγγυς υπό των αντιπάλων του, δεν ηδυνήθη να το μεταχειρισθή· ο δε δεύτερος υπερασπίζετο διά του ακοντίου· εκτύπησεν εις τον μηρόν τον Ασπαθίνην και εις τον οφθαλμόν τον Ινταφέρνην, όστις έχασε μεν τον οφθαλμόν ένεκα του κτυπήματος τούτου, αλλά δεν απέθανεν.