United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγεται ότι οι αρχαιότατοι κάτοικοι ενός μέρους της νήσου υπήρξαν οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες, των οποίων εγώ ούτε την καταγωγήν ηξεύρω, ούτε πόθεν ήλθαν, ούτε πού απεχώρησαν. Πρέπει εν τούτοις να αρκεσθώμεν εις όσα είπαν οι ποιηταί και εις τας διαφόρους γνώμας αίτινες εξηνέχθησαν περί αυτών.

Αλλ' υπελείπετο είς μέγας όφις γηραλέος, ο οποίος φαίνεται ένεκα της ηλικίας δεν ηδύνατο να εξέλθη και παρήκουσεν εις το πρόσταγμα• ο δε μάγος είπεν ότι δεν ήλθαν όλοι και αναθέσας χρέη πρεσβευτού εις ένα των νεωτέρων όφεων τον έστειλε προς τον καθυστερούντα, μετ' ολίγον δε ήλθε και ούτος.

Κατά το αυτό δε θέρος ήλθαν εις τας Αθήνας χίλιοι τριακόσιοι πελτασταί εκ των ωπλισμένων με μαχαίρας Θρακών της Διακής φυλής, οι οποίοι ώφειλον να συνοδεύσουν τον Δημοσθένην εις την Σικελίαν.

Οι πρέσβεις λοιπόν ούτοι αναγγείλαντες εις την βουλήν το αντικείμενον της αποστολής των και ότι ήλθαν έχοντες πληρεξουσιότητα να συμβιβάσουν άλας τας διαφοράς, εφόβησαν τον Αλκιβιάδην μήπως, εάν έλεγαν τα αυτά και εις τον δήμον, καταπείσουν το πλήθος και ούτως απορριφθή η των Αργείων συμμαχία.

Ο δε βασιλεύς ακούοντας αυτήν την βαρβαρότητα και σκληρότητα του Μωβαβάκ έδωσε διαταγήν να συναχθούν όλα του τα στρατεύματα διά να κινήση κατά πάνω του· μα τον καιρόν που ετοιμάζοντο, ήλθαν είδησις από τους Ναϊμάνους, ότι ο Μωβαβάκ ο θείος μου απέθανεν από μίαν αρρώστιαν και πως εζητούσαν εμένα διά να με ξανακυρώσουν εις τον θρόνον μου.

Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαντην μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες.

Όλη νύκτα εκλαίαμε γονατιστοί εις το προσκέφαλό της και της εφιλήσαμε χέρια και πόδια, κι' ούτε μας αποκρίνουνταν, ούτε γύρισε να μας δη. Εφοβούμεθα πως είνε κακιωμένη μαζί μας. Επειτα ήλθαν δύο γιατροί και μας είπαν ότι είχε τρελλαθή. Τους γιατρούς εσυντρόφευεν ο αστυνόμος.

Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος, ο βορειανατολικός, αδιάκοπος εφύσα, και ήτο ψύχος και χειμών, Δεκέμβριον μήνα . . . Πρώτοι έτρεξαν, ο Λούκας ο Μπούνος, κι' ο Θανάσης ο Πουγαδής, κι' ο Παναγής της Χρόναινας. Ευθύς κατόπιν τούτων ήλθαν ο Ανάστασης ο Ζιζυφός, κι' ο Κώστας ο Αμπάς, κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς, κ' οι λοιποί.

Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε; — Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν. — Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ.

«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, 'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, ή θα τους προβοδήσουμεάλλον να τους ξενίση».