United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εγώ εκεί 'στ' αγαπητό της Σύρας ξερονήσι είδα το φώς κι' ανέπνευσα την δρόσον του αέρος· κι' αυτό το λέγω, επειδή δεν θέλω να τιμήση η ένδοξος μου γέννησις κανένα άλλο μέρος. Με πόση ήκουσε χαρά η πικραμένη χήρα πως θάχη κι' ένα Συριανό 'στη μαύρη ξενιτειά της! αδιάκοπα λογάριαζε μαζί μου για τη Σύρα, της έλεγα τα πάθη μου, κι' εκείνη τα 'δικά της.

Σ' ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήση! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία είταν τότες η Ανατολή. Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα, με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είνε τότες κ' οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες.

Αλλ' όταν ο βασιλεύς Αγήβ, υιός του βασιλέως Κασσίπη εις εκείνον τον καιρόν θέλει γκρεμνίσει εις την θάλασσαν το μπρούτζινον άγαλμα, που στέκει στην κορυφήν του βουνού του Μαγνήτου, τότε ο υιός σου θα κινδυνεύει να θανατωθή από τον αυτόν βασιλέα εις διάστημα πενήντα ημερών μετά το κρήμνισμα του αγάλματος· και εάν αγαθή τύχη εις αυτό το διάστημα φυλαχθή, θέλει γίνει πολυχρόνιος η ζωή του· όθεν ο πατήρ μου επρόβλεψε προ καιρού να κατασκευάση τούτο το υπόγειον εις τούτο το ξερονήσι· και χθες ηκούσθη, ότι εκρημνίσθη το ρηθέν άγαλμα από τον αυτόν βασιλέα, που είνε δέκα μέρες· διά τούτο ευθύς έδραμεν ο πατήρ μου να με φέρη εδώ, ελπίζοντας βεβαίως ότι εκείνος ο βασιλεύς δεν θέλει έλθει εις τοιούτον ξερονήσι να με ζητήση, μάλιστα εις το υπόγειον και μετά σαράντα ημέρας θέλει έλθει να με παραλάβη απ' εδώ.

Τότε ο καραβοκύρης μαζί με τους πραγματευτάς με ηρώτησαν τα αίτια διά τα οποία ευρισκόμουν εις εκείνο το ξερονήσι. Εγώ τους εδιηγήθην και όσα μου εσυνέβησαν εις το νησί των πυγμαίων αγριανθρώπων και όσα με τους κύκλωπας και τέλος πάντων όσα με τον θηριώδη όφιν.

Ευθύς εγώ έλαβα το χειμωνικόν και ζητούσα το μαχαίρι αλλά δεν το εύρισκα· μου λέγει αυτός, ότι είνε εδώ ψηλά εις το προσκέφαλόν μου επάνω· εγώ άπλωσα και επήρα το μαχαίρι και αιφνηδίως εμποδίσθηκα και έπεσα επάνω εις τον νέον· ω του θαύματος! και το μαχαίρι εκαρφώθη εις την καρδίαν του νέου και τον επλήγωσε θανατηφόρα και αμέσως εξεψύχησεν και εγώ βλέποντας ένα τέτοιο παράδοξον συμβάν, έμεινα όλος εκστατικός, θρηνώντας απαρηγόρητα και μεμφόμενος την κακήν μου τύχην, που με ρίχνει από δυστυχίας εις δυστυχίαν διότι ήλπιζον με το μέσον εκείνου του νέου να αναχωρήσω απ' εκείνο το ξερονήσι και βγαίνοντας εις την στερεάν να υπάγω εις την πατρίδα μου.

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο.

Όθεν μίαν νύκτα που εκοιμώμεθα, ευρίσκοντας ευκαιρίαν, μας έρριψαν εις το πέλαγος και το βασιλόπουλο ευθύς επνίγη· εγώ έτυχα κατά τύχην εις ένα σανίδι και έπλεα όλην την νύκτα βοηθουμένη από το σανίδι· προς την αυγήν ο άνεμος με έβγαλεν εις ένα ξερονήσι, είκοσι μίλια μακρύτερα από την στερεάν· εκεί ευρίσκοντας οπωρικά και γλυκό νερό έλαβα ελπίδα διά να ζήσω ολίγον ακόμη καιρόν.