United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους. ........ Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!

Ήτο δεκαπέντε ετών ο Αντωνέλλος όταν εγεννήθη η Μπέλλα η αδελφή του, όταν δε ολίγον κατόπιν απέθαναν οι γονείς των, αυτός ήτο διά την μικράν και πατέρας και μητέρα και αδελφός, τόσον οπού η χαδεμένη η μικρούλα δεν εννόησε καμμίαν στέρησιν. Η αγκάλη του Αντωνέλλου ήτο το παν δι' αυτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμήν κλειστός απ' όλα τα μέρη, απρόσιτος εις τους ανέμους, ασφάλεια τελεία!

Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας, 5 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια. «Τι κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει, και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της; 10 Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.

Μα ένα καινούργιο φύτρολέει το παραμύθιέσκασε ένα δειλινό και πρόβαλε ανάμεσα από τη μαλακή χλόη. Ήταν μια μικρούλα λεύκα που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Και όταν μεγάλωσε κ' εψήλωσε, μονάχη της ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, οι άλλες λεύκες και τα σπάρτα και οι καλαμιές και τα χαμολούλουδα την κύτταξαν παράξενα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δίκηο έχεις, ναι• αλλ' όμως τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος• αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή, τι και αν δεν καταθέση; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν μου λες: και αν φανή μια μικρούλα, και θελήση ένας να την γαργαλίση, και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι, από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;

Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Μια μέρα, η δεσποινίς Κυνεγόνδη, περιδιαβάζοντας κοντά στο παλάτι, μέσα στο μικρό δάσος που τ' ωνομάζανε πάρκο, είδε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα τον δόχτορα Παγγλώσση, που έδινε ένα μάθημα φυσικής πειραματικής στην καμαριέρα της μητέρας της, μια μικρούλα μελαχροινή και πολύ καλόβολη.

Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη.

Το γεύμα είταν όμορφο κι αυτό, αγροτικό κ' ευτυχισμένο, θάλεγε κανείς πως στη μικρούλα αυτή άκρη της γις έρχουνταν και κρύβουνταν ζηλότυπα του κόσμου η ευτυχία. Δεν είχαν γνωριστή περισσότερο από δυο τρεις ώρες και ο καθείς του ένιωθε μεγάλη ηδονή να βλέπη και να μη χορταίνη μέσα στ' ολίγο φως της λάμπας, τα μάτια του άλλου.

Πώς! Είσαστε σεις εκείνη η μικρούλα πριγκηπέσσα, που την ανάθρεψα ως την ηλικία των έξη χρονών και που φαινόταν από τότε, πως θα γινότανε τόσο ωραία, όσο είστε σεις; — Είμαι η ίδια! Η μητέρα μου τετρακόσια βήματα από δω, είναι κομματάκια κάτου από ένα σωρό πτώματα. Του διηγήθηκα, τι μας συνέβη.