United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίη το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώπαινε το μωρό! — Φράξε το στόμα του, σφίξ' το στην αγκαλιά σου, για τόνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε. — Άι, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάη, ή όλοι μας.

Κι' ο Αίας τους σπλαχνίστηκε, πεσμένους σαν τους είδε, 610 και τρέχει αμέσως στέκεται σιμά σιμά στους διο τους και ρήχνει το σπιθόβολο κοντάρι, και τον Άρη σκοτώνει, του Σελάγου γιο, που στην Παισό 'χε πύργο κι' είχε σπαρτά και βιος πολύ, μα να στην Τροία η μοίρα τον έστειλε του βασιλιά βοηθό και των παιδιών του.

Ο βουκόλος έτρεξε κατόπιν του φωνάζων: «Να! να!», αλλά ταχέως είδεν ότι εματαιοπόνει και σταματήσας παρετήρει τον οιστρηλατούμενον ταύρον απομακρυνόμενον, υπερπηδώντα τα χανδάκια, εισδύοντα εις τα σπαρτά και πάλιν αναφαινόμενον με την ουράν πάντοτε υψωμένην.

Βροχή ραγδαία και συνεχής κατακλύζει την γην· τα σπαρτά μαστιζόμενα αδιακόπως από την βροχήν δεν δύνανται ν' ανακύψουν· τα κτήματα δεν ημπορούν να καλλιεργηθούν, διότι είνε υγρά· τα πρόβατα κ' αι κατσίκες υποφέρουν· τα μικρά κατσικάκια και τ' αρνία, εις το πρώτον στάδιον της αναπτύξεώς των ευρισκόμενα, έχουν ανάγκην ήλιου, θάλπους διά να δυναμώσουν.

Μα ένα καινούργιο φύτρολέει το παραμύθιέσκασε ένα δειλινό και πρόβαλε ανάμεσα από τη μαλακή χλόη. Ήταν μια μικρούλα λεύκα που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Και όταν μεγάλωσε κ' εψήλωσε, μονάχη της ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, οι άλλες λεύκες και τα σπάρτα και οι καλαμιές και τα χαμολούλουδα την κύτταξαν παράξενα.

Αλλά δεν είναι τάχα, καθώς λέγουν, όλη μία πληγή ήτις πάντοτε ευρίσκει πρόφασιν λύπης, διότι κλαίει τις τώρα μεν την ξηρασίαν, τώρα δε τας βροχάς, τώρα δε τας πλημμύρας, τώρα δε ασθένειαν βλάπτουσαν τα σπαρτά, τώρα δε θερμότητα άκαιρον, ή παγωνιάν; Αλλά η πολυτίμητος πολιτικήκαι παραβλέπω πολλάαπό πόσα κακά ακολουθείται; την μεν χαράν έχει ωσάν φλεγμονήν με παλμούς και με σφυγμούς, την δε αποτυχίαν λυπηροτάτην και μυρίων θανάτων χειροτέραν.

Αλλά τούτο λοιπόν συ ειπέ μου· ο φρόνιμος γεωργός, δι' όσα σπαρτά φροντίζει και θέλει να καρποφορήσωσι, τι εκ των δύο, θα τα έσπερνε σοβαρώς εις ώραν θέρους εις τους Αδώνιδος κήπους και θα έχαιρε παρατηρών ότι εις οκτώ ημέρας έγιναν ωραία φυτά; ή εάν τούτο έκαμνε, θα το έκαμνε χάριν διασκεδάσεως ή εις ευκαιρίαν εορτής; δι' εκείνα δε τα σπαρτά εις τα οποία είχεν ασχοληθή σπουδαίως μεταχειριζόμενος την γεωργικήν τέχνην και σπείρας εις κατάλληλον έδαφος, θα ηυχαριστείτο κατά τον όγδοον μήνα ν' αυξηθώσι;

Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.

Περί το τέλος των αποστολικών περιπλανήσεων, κατά την διάρκειαν των οποίων συνέβησαν τινα των προειρημένων, ο Ιησούς εις την θέαν του πλήθους ησθάνθη βαθυτάτην συμπάθειαν. «Και ιδών εσπλαγχνίσθη επ' αυτούς, ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Ήσαν προσέτι όμοιοι με σπαρτά ώριμα, αλλ' αθέριστα δι' έλλειψιν εργατών.

Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά.