United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε μοιρασμένος ο στρατός αυτή την εποχή σε δυο τμήματα· τόνα έμνησκε πάντα στα σύνορα, τάλλο στο σωτερικό, έτοιμο πάντα να τρέξη σ' όποια σύνορα τόφερνε η ανάγκη. Οι πρώτοι λεγότανε Λιμιτάνεοι , οι άλλοι Παλατίνοι . Αυτούς τους μάζευαν από την Ιταλία στα πρώτα χρόνια.

Ο πατέρας του ονομαζότανε Σεκούντος, κ' είτανε μεγάλος στρατιωτικός στην Αντιόχεια· η μητέρα του λεγότανε Ανθούσα και τονέ γέννησε στα 344. Αν και χριστιανόπουλο, τάκουσε κι ο Ιωάννης τα ρητορικά μαθήματα του σοφιστή του Λιβανίου. Όποιος ορέγουνταν τότες κάτι να γίνη, έπρεπε να πάη στο Λιβάνιο.

Αφού τώθελε ο Μόχογλους κη μπιστόλα του να γίνη τούρκος, ήτον αναγκασμένος να γίνη. Και δεν ήτο το ίδιο; Δεν θα πήγαινε πεια στην εκκλησία, αλλά στο τζαμί, δεν θα λεγότανε Γιάννης, αλλά Τζαφέρης. Και πάντα θα κολαζότανε. Μπορούσε να παραβή την προσταγή τον τυράννου και χωρατά αν του τώκαμε; Ενώ έτσι σκεπτότανε, αναστέναζε κέλεγε: — Άχι!

Δεν είναι του σκοπού μας να τα ξεδιαλύσουμε εδώ αυτά τα ζητήματα. Ας περιοριστούμε λοιπό στην απλή δήγηση. Διοριστήκανε δέκα νομοδασκάλοι, μ' αρχηγό τον Τριβωνιανό, το γέννημα και το καμάρι της Παμφυλίας. Είτανε στην αρχή ο Τριβωνιανός δικηγόρος. Υπουργός όμως μεγαλοδύναμος και με βασιλική εξουσία στα χέρια του, αφού δα και Πάρεδρος, και Στόμα του Βασιλέα λεγότανε.

Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε. ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν; ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα; ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος.

Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους. Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος.

Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές. Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε. — Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και δεν έμαθα ποτές τόνομα κανενός μουφτή και κανενός βεζύρη.