United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς θέλεις, του έλεγε ο Αγαθούλης να φάγω ζαμπόνι, όταν έχω σκοτώσει το γυιό του κυρίου βαρώνου και βρίσκομαι καταδικασμένος να μην ξαναϊδώ ποτέ στη ζωή μου την ωραία Κυνεγόνδη; Τι θα μου χρησιμέψη να παρατείνω τις άθλιές μου μέρες, αφού είμαι αναγκασμένος να τις σέρνω μακρυά της όλο τύψεις κι' απελπισία; Και τι θα πη η εφημερίδα του Τρεβού; Μιλώντας έτσι, δεν έπαψε να τρώγει. Ο ήλιος βασίλευε.

ΧΑΡ. Εκείνοι πίνουν που είνε μόνον σκελετοί και έχουν τα κρανία κατάξηρα; Αλλ' είνε γελοίον να σου το λέγω, αφού κάθε μέρα τους οδηγείς και τους ξέρεις. Γνωρίζεις επίσης ότι, αφού άπαξ έλθουν κάτω, δεν είνε δυνατόν πλέον να επιστρέψουν. Θα ήτο πολύ ευχάριστος η θέσις σου, Ερμή, και πολύ αναπαυτικόν το έργον σου εάν συ, που τους οδηγείς κάτω, ήσουν αναγκασμένος να τους επαναφέρης διά να πίνουν.

Είμεθα αναγκασμένος να πεζομαχήσωμεν από των πλοίων· επομένως μας συμφέρει μήτε ημείς να υποχωρήσωμεν μήτε εις τον εχθρόν να επιτρέψωμεν να υποχωρήση· τοσούτω μάλλον, όσω, εκτός του χώρου του κατεχομένου υπό του πεζού ημών στρατού, όλη η παραλία κατέχεται υπό πολεμίων.

Άλλους πάλε τους αρέσει νάχουν έναν κύκλο φίλους και τους φτάνει να τους διαβάζουν οι φίλοι τους μόνοι. Οι Αλεξαντρινοί τέτοιο σύστημα είχανε. Δεν τους έμελε για τον όχλο. Συχνά μάλιστα κανείς είναι αναγκασμένος να μιλή για λίγους, γιατί και λίγοι τον ακούν. Τότες το κάμνει έφκολα σύστημα. Τέτοια τυχαίνουν, όταν είναι μια φιλολογία στην παρακμή της.

Κι' αυτός δεν είχε το σήμερον ουδ' ένα κόττερο, μόνον ήτον αναγκασμένος, μ' αυτήν την παληόβαρκαν, ν' αγωνίζεται να πορισθή τον άρτον της οικογενείας του. Και είχεν «οίκοι» δύο αδύνατα μέρη, εν ώρα γάμου, και οι γαμβροί, κατάλαβες, το-σήμερον, γυρεύουν πολλά! Σπίτι, αμπέλι, ελαιώνα, παληοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού όλα, και το μέτρημα χωριστά.

ΧΕΛ. «Και είμαι αναγκασμένος να κάνω ό,τι μου λέει, διότι με παρακολουθεί και με παραφυλάττει αυστηρώς και δεν μου επιτρέπει να στρέψω τα μάτια μου σε άλλον παρά μόνον εις αυτόν και αν είμαι φρόνιμος και κάνω παν ό,τι μου λέγει, μου υπόσχεται να γείνω καθ' όλα ευτυχής και ενάρετος, αφού γυμνασθώ εις τους κόπους και την σκληραγωγίαν.

Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό Ποτέ μη γελαστήτε Να μου ξεχωριστήτε. Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά, 675 Και δε με πιάστε σταθερά, Όσο να με γυρέψτε, Τον κόπο θα ξοδέψτε. Α λ ο υ π ο ύ, και Τ ρ ά γ ο ς Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι 680 Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος.

Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος. Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία, Και σε όμοια αδημονία, Βλέποντάς τον σταματάει, Φιλικά τον χαιρετάει· Και στην πρώτη αντάμοσί του Με μια κάπια αλαφροσί τους, Σαν ομιοπαθείς κι' οι διό τους Μολογάν το βασανό τους.

Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους. Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.

Αρχίζω από τον Ήλιον, ο οποίος άμα ξημερώση είνε αναγκασμένος να ζεύξη το άρμα του και καθ' όλην την ημέραν να διατρέχη τον ουρανόν, ενδεδυμένος πυρ και ακτινοβολών και ούτε να ξύση τ' αυτί του, κατά το λεγόμενον, έχει καιρόν• διότι ολίγον αν απροσεκτήση, θ' αφηνιάσουν οι ίπποι και εξερχόμενοι από τον δρόμον των θα κατακαύσουν τα πάντα.