United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μόλις τον ανεγνώρισαν, Αυτός δεν ήταν πια μαζί τους. «Πώς η καρδιά μας δεν έκαιγε μέσα μας» αναφώνησαν ο ένας στον άλλον, «ενώ μας μιλούσε έτσι, καθώς μας εξηγούσε τις ΓραφέςΑμέσως σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ με τα παράξενα και χαρούμενα νέα. Και τους υποδέχθηκαν με την εκστατική διαβεβαίωση « Ο Κύριος αναστήθηκε πράγματι και εμφανίστηκε στον Σίμωνα

Καθώς ήρχισε να ομιλή ο Ιησούς, το πλήθοςάλλοι εξ αυτών με την επιθυμίαν να μη χάσωσι λέξιν, και άλλοι με τον πόθον να τον προσψαύσωσι, και ούτω να ιαθώσιν από των νόσων αυτώνσυνωθείτο περί αυτόν εγγύτερον επί μάλλον, παρεμποδίζον τας κινήσεις Του. Τούτου ένεκα ένευσεν εις τον Σίμωνα να επιβή του πλοίου του και το ωθήση προς την όχθην, όπως εισέλθη Αυτός κ' εκείθεν διδάξη.

Και την επόμενη φορά η ερώτηση του θύμισε με λιγότερο πόνο την παλιά του αυτοπεποίθηση, γιατί ο Ιησούς του είπε μόνο — «Σίμωνα, γιέ του Ιωνά, Με τιμάςΞανά ο Απόστολος ταπεινά του απάντησε με τις ίδιες λέξεις όπως πριν – «Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σε αγαπώ.» «Φύλαξε τα πρόβατά μου». Αλλά ο Σίμωνας Τον είχε τρις απαρνηθεί και έτσι ήταν αρμόζον ότι τρις έπρεπε να διακηρύξει την πίστη του.

Η παράδοσις λέγει ότι ο Σταυρός του Κυρίου κατεσκευάσθη εκ τριπλού ξύλου, σύμφωνα με την προφητείαν του Ησαΐου, «Εν τη κυπαρίσσω και τη πεύκη και κέδρω». Αλλ' ο Ιησούς είχε λίαν εξασθενήσει. Τα βήματά Του εκλονούντο και έπιπτε καθ' οδόν, μη δυνάμενος να τον φέρη. Μόλις είχον προχωρήσει μέχρι της πύλης της πόλεως, και συναντώσιν άνθρωπον τινα, Σίμωνα τον Κυρηναίον, ερχόμενον εξ αγρού.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι λογής να ειν' εκείνες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, απάντησέ μου τώρα εις αυτά που θα ρωτήσω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ρώτησέ με ό,τι θέλεις και ευθύς θα σ' απαντήσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρατήρησες Νεφέλες που να μοιάζουν με κενταύρους, ή να μοιάζουν με παρδάλεις, ή με λύκους, ή με ταύρους; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• και τι με τούτο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τι φτιάνουν σαν ιδούνε και το Σίμωνα, που τρώει το δημόσιο το χρήμα;

Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε. ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν; ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα; ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος.

«Διά τούτο λέγω ημίν, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι πολύ ηγάπησεν· ω δε ολίγον αφεθήσεται, ολίγον αγαπά». Και τότε, ως πλουσίαν επωδόν χαριεστάτης μουσικής, προσέθηκεν, όχι πλέον προς τον Σίμωνα, αλλά προς την πτωχήν αμαρτωλόν, τας λέξεις του ελέους. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».

ΠΑΡ. Τι; ΤΥΧ. Εάν όταν σου γράφωμεν, πρέπει ν' αρχίζωμεν την επιστολήν, όπως συνειθίζεται, με την επιγραφήν «Προς τον Σίμωνα τον παράσιτον». ΠΑΡ. Θα μευχαριστήσης ούτω περισσότερον παρά τον Δίωνα αν τον γράψης φιλόσοφον. ΤΥΧ. Τέλος πάντων πώς ευχαριστείσαι να σε αποκαλούν ουδόλως ή ολίγον με μέλει• αλλά σκέψου και το άλλο άτοπον το οποίον θα συμβή. ΠΑΡ. Ποίον άτοπον;

Γνωρίζεις βέβαια τον γείτονά μου και ομότεχνον, τον Σίμωνα, ο οποίος όχι προ πολλού καιρού εδείπνησε στο σπίτι μου, όταν κατά την εορτήν των Κρονίων είχα μαγειρεύση φάβα και είχα ρίξει μέσα δύο κομμάτια λουκάνικο. ΠΕΤ. Τον ξέρω εκείνον τον κοντόν τον πατσομύτην, που άμα έφαγε έκλεψε το μόνο πιάτο που είχαμε το χωματένιο, τώκρυψε κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε.

Αυτός εν όσω ζούσε δεν έδωκε ποτέ ούτε οβολόν εις τον Σίμωνα.