United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όμως κ' εγώ θε να της 'πώ τάχα πως μ' έχουν πιάσει σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι, για να την 'δώ να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι. Αι! Κυκλομμάτη, πού πετούν, πού πάν' τα λογικά σου; Αν έπλεκες καλάθια εδώ κι αν μάζευες χορτάρι και τώφερνες στα πρόβατα, πιο γνωστικός θε νάσουν.

Με τούτα τα λόγια, αυτή ετραβήχθη ομού με τες άλλες νέες που την εσυντρόφευαν και έμεινεν εκεί αυτός μόνος. Ο Κουλούφ έμεινε πολλά θλιμμένος, που επροξένησε της κυράς που αγαπούσε δυσαρέσκειαν, και έστεκεν εκεί εις την σάλαν περικυκλωμένος από χιλίους στοχασμούς.

Ο υιός, του Αμπτουλά ήτον περισσότερον θλιμμένος διά την αχαριστίαν των φίλων του των ψεύτικων, που εστάθηκαν συμβοηθοί και έφθειρε τον πλούτον του, παρά εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν, όθεν απεφάσισε να ξεμακρύνη από την Δαμασκόν, διά να μην τους μεταϊδή εις τα μάτια του και θλίβεται περισσότερον.

Είπε και άμ' αναχώρησετο σπίτι του πατρός του. κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαντην ανδρική ψυχή τους, και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοοςτην μέσην αυτών είπε, 660 θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•

Την ωρισμένη μέρα μόνος μέσ' το δωμάτιο του τους περίμενε νάλθουν, και συλλογιζότανε θλιμμένος: «Πού να βρω λοιπόν κάποια βασιλοπούλα πάρα πολύ μακρυνή, ώστε να υποκριθώ, μα μονάχα να υποκριθώ, πως τη θέλω για γυναίκαΕκείνη τη στιγμή από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα, δυο χελιδόνια πούχτιζαν τη φωληά τους, μπήκαν μέσα και εμαλώνανε. Έπειτα τρομαγμένα ξαφνικά, έγιναν άφαντα.

Ετούτο είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις κάθε ηδονήν.

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.

Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.

Ευθύς η Κεριστάνη προστάζει δύο εξωτικούς διά να υπάγουν να της φέρουν τα παιδιά της· οι εξωτικοί δεν άργησαν να της τα φέρουν έμπροσθέν της. Ο βασιλεύς της Κίνας, με όλον που ήτον τόσον θλιμμένος διά τον χαμόν της τροφής, εδόθη εις μεγάλην χαράν εις το να ιδή τα δύο του παιδιά, που έφεγγαν ωσάν το φως, τα οποία, παίρνοντάς τα εις τας αγκάλες του με μεγάλην αγαλλίασιν, τα εφιλούσεν.

Τότε ο βασιλεύς βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του, τον απέστειλε λέγοντάς του· σύρε εις την κατοικίαν σου, στοχάσου καταλεπτώς τον κίνδυνον της ζωής σου, συμβουλεύσου με τους φίλους σου, και αύριον έλα εδώ με άλλην απόφασιν. Ο Καλάφ εβγήκε πολλά θλιμμένος, που δεν έλαβε το ποθούμενον εκείνην την ημέραν.