United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεξιά δε τω εισερχομένω, και ευθύς μετά την θύραν ίστατο, παρά την γωνίαν του μεσημβρινού τοίχου, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, κρατούσα με την αριστεράν χείρα το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και των επωδών και των φίλτρων, ως να προσέφερεν αυτό εις τας ευσεβείς προσκυνητρίας, και να έλεγεν : «Ελάτε· εγώ είμαι που χαλνώ τα μάγια».

Και οι μεν υιοί του δεν αφήκαν απογόνους· εκ της θυγατρός του όμως Ζαχαρένιας, ην μνημονεύει και η Σάτυρα του Σολωμού, κατάγεται η οικογένεια Δικοπούλου. Επίσης αφήκε κληρονομίαν και η νυμφευθείσα τον κόμητα Κατακίτην θυγάτηρ του Αναστασία.

Βοήθει, Αγία Αναστασία. Καθώς είχα περιεργασθή τον ναΐσκον, είχεν εξημερώσει ήδη. Αι ώραι είχον παρέλθει χωρίς να τας αισθανθώ, κ' εγώ εν τη νάρκη και τη ρέμβη της νυκτός, χωρίς να αισθάνωμαι το ψύχος, είχον διέλθει όλην σχεδόν την νύκτα του Μαρτίου εκείνην εις το ύπαιθρον.

Μια κόρη μ' εβαλάντωσε, μια κόρη, ... ανάθεμά την! — Και ποια είν' εκείνη πώρριξε του γυιού μου την αγάπη; — Η ζηλεμμένη Αναστασιά κ' η μοναχή της χήρας. Την αγαπούσ' από μικρή και τώκρυφτα βαθειά μου, Ούτε 'ςτ' αστέρια τώλεγα, ούτε και 'ςτό τραγούδι, Μόν' καρτερούσα μάνα μου, τόσον καιρό μ' ελπίδα.

Αν δεν την πάρω μάνα μου, γλήγορα θα με κλάψης ................................................. — Για σου χαρά σου. Γεώργενα. — Καλώς την την Γιαννούλα. — Γιώργενα, την Αναστασιά, την ακριβή σου κόρη, 'Στόν ζηλεμμένον Μήτρο μου δε μου την δίνεις νύφη; — Από μικρή, Γιαννούλα μου. την έχω αλλού ταμμένη. — Ο γυιός μου την αγάπησε.

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.

Ξαναρχόμαστε λοιπό στη βασίλισσα μας τη Θεοδώρα, όμως μα την αλήθεια με πόνο ψυχής που έγινε η πρώτη πρώτη ζωή της του κόσμου θέαμα και παιχνίδι και που θαμπώνεται η περίλαμπρή της κορώνα με της νιότης της τα ψεγάδια. Είτανε στον καιρό του Αναστασίου κάποιος Ακάκιος από την Κύπρο, θεριοθρόφος του ιπποδρομίου, κ' είχε τρεις κόρες· την Κομιτώ, τη Θεοδώρα και την Αναστασία.

Χαράημερα και του χωριού κινούν η μαυρομμάταις Να παν' 'ςτή βρύσι για νερό. Περνούν, περνούν κοπέλλαις, Έρχονται με χαρχάγελα και φεύγουν με τραγούδια. Ύστερη απ' όλαις έρχεται η Αναστασιά της χήρας, Με τα μακρυά της τα μαλλιά, με τα γλυκά τα μάτια. Με το μεγάλο τόνομα και με το πλούσιο βιο της. Διαβαίνει με περπάτημα σειστό, καμαρωμένο.

Αλλ' εντεύθεν, ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου « εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή. Αγία Αναστασιά εκαλείτο.