United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο μίαν φοράν ένας βασιλεύς, ο οποίος αγαπούσε τόσον πολύ τα νέα φορέματα, ώστε εξώδευεν όλα του τα χρήματα διά να ενδύεται μεγαλοπρεπώς. Δεν τον έμελε ούτε διά στρατιώτας, ούτε διά θέατρα, και η μόνη του ευχαρίστησις ήτο να εβγαίνη με την άμαξαν και να βλέπη ο κόσμος τα λαμπρά του φορέματα.

Την εσκότωσα διά να την πωλήσω. — Κύριε ελέησον! εφώναξεν ο φαρμακοπώλης, Τρελός είσαι; Μη τα λέγεις αυτά, διά να μη σε σκοτώσουν και εσένα! Και ήρχισε να του λέγη ότι ήτο κακός άνθρωπος, και ότι έπρεπε να τιμωρηθή. Ο δε μεγάλος Κλώσος τόσον ετρόμαξεν, ώστε έτρεξεν έξω από το φαρμακοπωλείον, επήδησεν εις την άμαξαν εμάστιξε τα άλογα και έφυγε.

Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογατην άμαξαν εζέψαν• τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, 'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, ανέβη, καιτα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485 και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο να και ς' τ' άλλο πλάγι. και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, καιταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, 'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι• εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490

Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε• «Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις• άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν, να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70

ΧΑΡ. Εννοεί βέβαια εκείνους οι οποίοι απέθανον συγχρόνως προ καιρού, αφού εζεύχθησαν εις την άμαξαν και έσυραν την μητέρα των μέχρι του ναού της Αρτέμιδος. ΚΡΟΙΣ. Ας παραδεχθώμεν ότι αυτοί έχουν τα πρωτεία της ευτυχίας. Δεύτερος ποίος έρχεται; ΣΟΛ. Τέλλος ο Αθηναίος, ο οποίος αφού έζησε καλώς, απέθανεν υπέρ της πατρίδος του. ΚΡΟΙΣ. Εγώ δε, κάθαρμα, δεν σου φαίνομαι ευτυχής;

Είχα καταβή από την άμαξαν, και μία υπηρέτρια, η οποία ήλθεν εις την θύραν, μας παρεκάλεσε να περιμείνωμεν μίαν στιγμήν και θα έλθη αμέσως η δεσποινίς Καρολίνα. Επροχώρησα διά της αυλής προς την καλοκτισμένην οικίαν, και ότε ανέβην την εμπροσθινήν κλίμακα, και επάτησα το κατώφλιον της θύρας, μου έτυχε το θελκτικώτατον θέαμα από όσα ποτέ είδα.

Δεν είναι όλα φιασμένα να τα κρατάη κανείςτο στήθος και να βυζαίνουν γάλα· εγώ δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιο πράγμα. Μόλα ταύτα είδα εγώ ένα σκυλάκι να έρχεται αμαξάδα μαζί μέσα εις την ταχυδρομικήν άμαξαν και να του φέρωνται σαν να ήτανε άνθρωπος.

Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε; — Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . . — Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ! Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν.

Τέλος πάντων οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελείωσαν και ήτον η ωραιοτέρα εορτή των Ολυμπίων εκείνη εξ όσων είδα εγώ, ο οποίος τετράκις έως τώρα παρέστην εις τα Ολύμπια. Επειδή δε ήτο δύσκολον να εύρη τις άμαξαν, καθ' ότι πολλοί συγχρόνως ανεχώρουν, καθυστέρησα χωρίς να το θέλω.

Είπε, κι ανέβηκε γοργός, μ' όλα τα γηρατειά του, σ' ελεφαντένιαν άμαξαν ο μάντις Τειρεσίας.