United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα ο Θεός να της πωλήσω όλαις, και της χίλιαις, έστω και προς μία δραχμή την μίανΕδάγκασε και πάλιν την γλώσσαν του, ίνα μη εκφωνήση υπερήφανόν τινα καύχησιν. Και είχε πάθει πολλά έως τώρα.

Την εσκότωσα διά να την πωλήσω. — Κύριε ελέησον! εφώναξεν ο φαρμακοπώλης, Τρελός είσαι; Μη τα λέγεις αυτά, διά να μη σε σκοτώσουν και εσένα! Και ήρχισε να του λέγη ότι ήτο κακός άνθρωπος, και ότι έπρεπε να τιμωρηθή. Ο δε μεγάλος Κλώσος τόσον ετρόμαξεν, ώστε έτρεξεν έξω από το φαρμακοπωλείον, επήδησεν εις την άμαξαν εμάστιξε τα άλογα και έφυγε.

Έπεσετα πόδια μου με τα δάκρυα, σαν μωρό, και μου είπεν. Απ' τον Θεόν και στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο να στήσωτην Καπνικαρέα ένα τραπέζι να πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω μια φορεσιά ρούχα το ελάχιστο. Σε λίγαις ημέραις θα τον φάνε τον Γέρω, τέλος πάντων. Και άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Το βλέπω κ' εγώ.

Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . . — Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι; — Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον.

Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον· με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου, διά να ζήσωμεν αύριον; Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος.

Οι λόγοι του γέροντος με κατεθορύβησαν, αλλ' ο Παντελής έλαβε τον λόγον ενθέρμως υπερασπιζόμενος με, είπεν ότι είμαι πτωχός νέος από την Ικαρίαν ερχόμενος, ότι θα πωλήσω την πραγματείαν μου και θ' αναχωρήσω χωρίς να βλάψω κανένα, ότι οι Τούρκοι δεν θα με λάβωσιν εις σημείωσιν, και άλλα πολλά αλλεπαλλήλως εκσφενδονιζόμενα από την εύστροφον γλώσσαν του.

Μεθ' όλην την επελθούσαν κακοτυχίαν, διετήρουν εισέτι τας έξεις της αρχαίας αξιοπρεπείας. Όθεν κατέγεινα κατά πρώτον να εύρω αρμόδιόν τινα αντικαταστάτην μου, αλλ' η ατυχία των πρώτων προς ανεύρεσίν του ερευνών μου και, προ πάντων, των άλλων πωλητών το παράδειγμα, μ' έπεισαν ν' αφήσω κατά μέρος την αξιοπρέπειαν και να πωλήσω εγώ αυτός την πραγματείαν μου.

Μου είπε κρυφάτο αυτί: — Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με θυμάσαι! Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών. — Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ. Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα.

Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνονΔιεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.