United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.

Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε. Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώνταςωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου! Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρετην έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!

— Α, όσο δι' αυτό, έγνοια σου, είναι αρκετά συνηθισμένος· διότι αυτοί εδώ οι φίλοι του δεν τον αφήνουν σχεδόν ποτέ από κοντά, και συχνά τον ερωτούν και συνδιαλέγονται μαζί του· ώστε ελπίζω να αποκριθή με θάρρος και χωρίς δυσκολίαν.

Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της. Σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίλας. — Έγνοιά σου.

Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι. Αποσταμένος κάθεται να πιή νερότη βρύσι. Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της, Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια, Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια, Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο. 'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.

Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίχιλας. — Έγνοιά σου.

Έγνοια σου, μωρή, της λέει ο στρατηγός, έχω και για 'σένα π. . . Μη θυμώνεις. Κάποτετα 1825, 'σ την εκστρατεία της Μεσσηνίας, μάλλωσε με τον Κουντουριώτη και του είπε·Ωρέ, Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γιομάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω 'γώ σπόρο 'σ τ' α . . . μου!

Και τώρα τρέχοντας μ’ αυτούς απάνω κάτω τους δρόμους σας σκορπάτε στο στρατό δειλία λιγόψυχη με τις φωνές σας και προκόβουν έτσ’ οι εχθροί μας μια χαράν απ’ αφορμής σας και μέσα εμείς χαλιόμαστε συναπατοί μας. Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκ’ ας μη φροντίζη για τα όξω· μεσ’ ας κάθεται, καν δίχως βλάβη.

Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κεγώ θα μιλήσω του κυρού του. Άκου τον κουζούλακα πράμματα που τα κάνει! Αφού δ' εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει: — Μα εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; ... Παράξενο πράμμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είνε, κιάν είνε αλήθεια και τα 'χάλασε με τη Θωμαδοπούλα ...