United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων εκείνων μορφών.

Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως να περιποιηθή τον Λαλεμήτροναν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιονπροσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν λαμποκοπούν καμινέτο.

Και εξαγαγούσα εκ του θυλακίου της το κηρίον, όπερ είχε φέρει επίτηδες μεθ' εαυτής, απετύπωσε δι' αυτού το σχήμα του κλειδίου. — Καλήν νύκτα, κόρη μου, είπεν αποσυρομένη. — Καλήν νύκτα, απήντησεν η νέα μη δυναμένη ν' αποσυρθή εκ της θύρας, ης όπισθεν ίστατο. Αλλά μακρυνθείσα δύο ή τρία βήματα η Βεάτη, επέστρεψεν αιφνιδίως πάλιν. — Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω πώς ονομάζεσαι, είπε.

Εξαγάγουσα από μεγάλου δρυΐνου κιβωτίου τα χρυσά προικιά της, τα οποία χρόνια είχε να φορέση το Πάσχα, την νύκτα, προητοίμαζεν αυτά υπό το φως λυχναρίου, επιδιορθούσα μικράς τινας βλάβας τυχόν, όπως στολισθείσα ως νύμφη μεταβή εις την Ανάστασιν κ' επιδείξη τον χρυσόν πλούτον του ιματισμού της. Ο κυρ-Μανωλάκης εκοιμάτο εις το παρακείμενον δωμάτιον.