United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτη η είδησις με έκαμε διά να αποφασίσω το γληγορότερον να γυρίσω εις το Μουσούλ. Έλαβα θέλημα από τον Μουφάκ πενθερόν μου, και παίρνοντάς την γυναίκα μου ομού με πολλούς ανθρώπους διά φύλαξιν, εμίσευσα διά το Μουσούλ.

Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν.

Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του. Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .

Ο δε βασιλεύς ακούοντας αυτήν την βαρβαρότητα και σκληρότητα του Μωβαβάκ έδωσε διαταγήν να συναχθούν όλα του τα στρατεύματα διά να κινήση κατά πάνω του· μα τον καιρόν που ετοιμάζοντο, ήλθαν είδησις από τους Ναϊμάνους, ότι ο Μωβαβάκ ο θείος μου απέθανεν από μίαν αρρώστιαν και πως εζητούσαν εμένα διά να με ξανακυρώσουν εις τον θρόνον μου.

Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι δύο εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ, φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον, συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ' εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον.

Πολλάκις δε, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εκ της Τροιζήνος και της Αιγίνης, όπου έζη εξόριστος, έστρεφε τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων προς την καταδικάσασαν αυτόν πατρίδα. Ενώ διήρκει η εξορία του, έφθασεν εις τας Αθήνας η είδησις του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οπωσδήποτε οι Αθηναίοι, άμα τους ανηγγέλθη η είδησις αύτη, ευθύς έτρεξαν πανδημεί εις τον Πειραιά, φρονούντες ότι αι εσωτερικαί αυτών διαιρέσεις έπρεπε να υποχωρήσουν απέναντι του εχθρού, πού ήτο πλέον όχι μακράν, αλλά προ του λιμένος ήδη.

Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός, που ο βασιλεύς ευρίσκετο εις το βασίλειόν του εν ησυχία· και μίαν ταχινήν εκεί που οι μεγιστάνες του τον ανάμεναν εις το ντιβάνι, τους εδόθη είδησις πως δεν ευρίσκετο πλέον εις το παλάτι του, αλλά εχάθη. Τότε όλοι εδόθηκαν εις φωνάς και εις κλαυθμούς διά την έλλειψιν του βασιλέως των, και μάλιστα ο βεζύρης του ωδύρετο κατά πολλά διά τον αιφνίδιον χαμόν του.

«Τότε ο Ιησούς απήλθεν εκείθεν και ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Τοιαύτη η βραχεία είδησις ήτις προλογίζει τας βραχείας εκθέσεις περί μιας περιόδου της ζωής Του, περί ης θα είχομεν βαθύ ενδιαφέρον όπως πλέον τι μάθωμεν. Αλλά μόνον έν απλούν συμβεβηκός της επισκέψεως ταύτης εις τους εθνικούς αναγράφεται.

Αλλά, την μακαριότητα του ωραίου αυτού προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού τω ανεκοίνωσεν η σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του. Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός; Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.