United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέλειαν δε προς τους γονείς ούτε θεός ούτε άνθρωπος νοήμων ημπορεί ποτε να συμβουλεύση κανένα. Πρέπει δε να εννοήση έκαστος ότι το εξής προοίμιον, το οποίον θα ήρμοζε και διά τους θεούς, είναι ορθόν να θεσπισθή διά τας τιμάς και τας ατιμώσεις των γονέων. Νόμοι διά τους θεούς υπάρχουν αρχαίοι εις όλους δύο ειδών.

Διότι μόνον το δυνατόν απαιτεί η φιλία, και όχι όσον αξίζει. Ούτε είναι βεβαίως δυνατόν εις όλα να αποδίδωμεν όσον αξίζει, καθώς συμβαίνει εις τας τιμάς των θεών και των γονέων. Δηλαδή εις αυτούς κανείς δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποδώση όσον αξίζουν, όστις όμως τους λατρεύει όσον ημπορεί, φαίνεται καλός.

Φτώχια και των γονέων! — Ηύρε, θεια, ο παληόγερος, ηύρε φλωριά! Χάλασε μια μέρα ένα καινούργιο μαντζάρικο! — Ξέρω κ' εγώ πάλι! Λοιπόν η Μιλάχρω ήρχισε μετά ταύτα να περιεργάζεται υπόπτως τον σύζυγόν της.

Διότι όλη η ασέβεια παρακολουθεί συνήθως και απέναντι των γονέων και ζώντων και αποθανόντων και απέναντι των θεών, εάν τις, αντί του κοσμίου έρωτος εις τον οποίον πρέπει να χαρίζεται και να τιμά και πρεσβεύη εις κάθε πράξιν, προτιμά τον άλλον.

Ακολούθως, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, πόσοι έγειναν αναγνωρισμοί, μεταξύ γονέων καταφυγόντων εις τας νήσους και τέκνων απαχθέντων εις την μεγάλην ήπειρον, αδελφών φυγόντων εις τα βουνά και αδελφών κρυφθέντων μεταξύ ερειπίων και συντριμμάτων.

Τέλος ο κυρ Δημητράκης είπε: — Θέλεις νάχης την κατάρα μου; — Όχι, αφέντη, είπεν ο νέος. — Σου λέω έδωκα τον λόγο μου. — Κ' εγώ έδωκα την καρδιά μου. — Άκουσε τι σου λέει ο κύριός σου, παιδί μ', Αγάλλο μ', είπεν η Αρετή. — Τον ακούω, μάννα· μα, αν δεν είνε θέλημα Θεού, δεν θα γείνη. — Δεν σου είπα, &ευχαί γονέων στηρίζουσι&.... παιδί μου; επανέλαβε δευτέραν φοράν ο γέρος.

Ομολογώ ότι σ' αυτό ζητώ κάποιο άσυλο. Μερικές παντρεύονται μόνο για ν' απαλλαγούν από τον εξαναγκασμό των γονέων των και για να μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Είνε και άλλες, κυρία μου, που θεωρούν το γάμο επικερδή επιχείρησι, που παντρεύονται μόνο για προγαμιαίες δωρεές και για να πλουτήσουν από το θάνατο εκείνων που παντρεύονται.

Αλλ' ενόσω έμενε μακράν του τόπου της γεννήσεώς του, υπηρετών παντού όπου η Κυβέρνησις ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικόν υπάλληλον, η Λιαλιώ δεν υπέφερε πολύ. Έμενε πλησίον των γονέων της, αδυνατούσα ν' ακολουθήση τον κυρ-Μοναχάκην εις τας αθιγγανικάς ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον επετούσαν, καθώς έλεγεν ο ίδιος, «σαν παληόβαρκα, μπάττι από δω, μπάττι από κει».

Ενθυμούμαι όμως ότι πολλάκις ύστερον την είχα συναντήσει έν τινι μεγάλη και αρχαία πόλει ηρειπωμένη παρά τας όχθας του Ρήνου. Περί των γονέων της μου είχε νομίζω κάμει λόγον, διότι κατήγοντο, ως ενθυμούμαι, εξ αρχαίου γένους. Λίγεια! Λίγεια!