United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ' είχε ρίξει αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση.

Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλουεκεί στο χώμα τούπεσεμέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.

Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.

Κι' ο Τέφκρος βγάζει δέφτερη σαΐτα να τραβήξει στον Έχτορα, και θάπαβε τη μάχη ομπρός στα πλοία αν τον βαρούσε πούτανε το πιο γερό κοντάρι. 460 Μα τον Διός δε γέλασε το μάτι, π' αγρυπνούσε μην πάθει ο Έχτορας, κι' αφτή τη δόξα δεν τ' αφίνει, Μον την καλόστριφτη του σπάει χορδή του στο δοξάρι καθώς τραβούσε απάνου του. Και πάει στραβά η σαΐτα, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. 465

Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη μια τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι 115 κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα. Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα, κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.

Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.

Τότες η Βρισοπούλα, νια χρυσή σαν Αφροδίτη, σαν είδε από σκληρό χαλκό τον Πάτροκλο σφαγμένο, τούπεσε απάνου, κι' έμπηξε τα κλάματα, ξεσκώντας, την όμορφη όψη τ' απαλά λαιμά της τ' άσπρα στήθια. 285 Κι' έτσι μοιρολογούσε η νια πούχε νεράιδας κάλλη «Πάτροκλε, εσύ που η μάβρη μου σε λάτρεβε η καρδούλα, Αχ ζωντανό εγώ σ' άφισα σαν έφεβγα, και τώρα στο γυρισμό μου, αφέντη μου, σε βρίσκω σκοτωμένο.