United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360 και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω• και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365 Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».

Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 αναχωρώ τώρα και συτο σπίτι τούτο χαίρου τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».

Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι• πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345 κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις, εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».

Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».

Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 «Ξένε, τώρ' άλλοςτην μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185

Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, 'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 μη την μητέρα μουαυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' εκείνο το νόημα συτην ψυχή δεν έχεις• ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».

Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη• κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•