United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες αφίνει το νεκρό, και γύρναε στους δικούς του τηρώντας πίσω, θάλεγες λιοντάρι σαγωνάτο, π' από βουστάσι με φωνές το διώχνουν και με φράξα 110 χωριάτες και μαντρόσκυλα, και του θεριού στα στήθια βράζει η καρδιά του κι' άθελα οχ το μαντρί αλαργέβει· έτσι οχ τον Πάτροκλο έφεβγε κι' ο καστανός Μενέλας.

Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια». Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κ' έν' άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους.

Η Αγιωσύνη Σου ας κρίνη το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξη τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δόσε μου και Συ την ευκή Σου». Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πη μήνες μες στο καλύβι μας, και γι' αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπορούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα.

Του κάκου φώναζαν οι δικοί μας κ' ενεργούσανε χρόνους τώρα εναντίο τω Γότθων του κάκου του τάψελνε του Βασιλέα κι ο πατριώτης ο Συνέσιος, φερμένος τότε στην Πόλη, καθώς θα δούμε, να του προσφέρη κορώνα από την πατρίδα του την Κυρήνη· του κάκου πήγαν τα φρόνιμα λόγια του, σαν του θύμιζε του νωθρού Αρκαδίου πως ο στρατός του είτανε λύκους γεμάτος, κι όχι μαντρόσκυλα καθώς τους ήθελε ο Πλάτωνας τους φρουρούς της Πολιτείας, και πως οι Γότθοι και μέσα στα σπιτικά τους ακόμα πλημμύρισαν, αφού άλλο δεν έβλεπες παρά Γότθους παραγιούς και παρακόρες.

Και των καπετανέων και των αλλωνών. Όλα τα σκυλιά. Κ' εδώ κι' απάνω στους μαχαλάδες. Και τα μαντρόσκυλα και τα μικρά τα κατσαρομάλλικα, τα στρίγγλικα και τα κουτάβια. Όλα να τα συμμαζέψουνε. Να μη με βρίζουνε σαν πηγαίνω το δρόμο μου. Δεν κοτάω να περάσω από γειτονιά.

Με συμπάθειο, εσείς λογομαχούσατε τις προάλλες με τον αρχιλύκο για τα «Προνόμια», και μου φάνηκε σα να παίζετε. Τι θάλεγε άραγες η Αγιωσύνη Σου νάβλεπες Τσομπάνη να λογομαχάη μ' ένα λύκο! Πού ακούστηκε λύκος να παίρνη από λόγια! Άλλα μέτρα θέλει ο λύκος. Σα να ξέρω τι θα μου πης. Πως είσαι πνεματικός πατέρας του «Γένους» και τίποτις άλλο. Μα γι' αυτό και μεις λέμε, να βρούμε λίγα μαντρόσκυλα.

Και αντιφωνήστε, Πνεύματα, γλυκά σ' ό,τι λαλώ, να, να, τους αγροικώ. Αντιφ. Μπάου, βγάου. Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα. Αντιφ. Μπάου, βγάου. Τον πέτειν' αγροικάω. με κορδωμένο φέρσιμο. λαλεί κουκουρουκού. ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν αχάει·και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει.

Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες, Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο. Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια, Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι, Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη, Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.

Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μαντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσματά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι.