United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής. Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή.

Ας πάνετην ευχή του Χριστού! . . . Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια.

Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν όλον το χωρίον αλησμόνητον.

Κάμε όπως θέλεις, είπεν η Αϊμά. Ο Τρέκλας απεσφράγισε τον φάκελλον, και έκοψε τον χάρτην εις δύο. Είτα εσχημάτισε δύο μικρούς κυλίνδρους. Εν τω μεταξύ δε το βλέμμα του έπεσεν εις το περιεχόμενον της επιστολής, και καλέσας εις βοήθειαν τα ολίγα μαθήματα αναγνώσεως, άτινα είχε διδαχθή κατά την παιδικήν του ηλικίαν εις την Οκτώηχον παρά του ψάλτου της ενορίας του, ανέγνω τα εξής: «Αδελφή μου Αϊμά.

Το Βαγγελιό δε μετάρθε στο σπίτι μας κάμποσες μέρες. Αλλ' ήτον και μεγάλη βδομάδα και την έβλεπα στην εκκλησία ή έξω. Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια τον χωριού σκόρσαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάη μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κείχανε συνορισιό ποια να συνθέση την ωραιότερη.

Διότι μετά της ενορίας επωφθαλμία και την Πηγήν, διά να γείνη αυτός μεν παπάς, εκείνη δε «πρεσβυτέρα»· αλλ' εκ των λαθραίων βλεμμάτων τα οποία ο Μανώλης απετόξευε προς την Πηγήν, οσάκις του ηύχοντο στις χαρές του, και από το ερύθημα με το οποίον υπεδέχετο η Πηγή τα βλέμματα εκείνα, ήρχισε να φοβήται ότι τα σχέδιά του εκινδύνευον καθ' όλην την γραμμήν.

Ο Ροΐδης, εφ' όσον γνωρίζω, ουδέποτε αφωρίσθη· διά τούτο εξηκολούθη τελών τα Θρησκευτικά του καθήκοντα, οσάκις δε διωρίζετο εις δημοσίαν υπηρεσίαν εφρόντιζε να ομνύη τον νενομισμένον όρκον προ του ιερέως της ενορίας του . Διά τούτο δ' επίσης δεν εδέησε, όπως ανέγραψάν τινες εφημερίδες, ν'αρθή ο αφορισμός, όπως μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων και κηδευθή χριστιανικώς .

Εκύτταξε το ωρολόγιόν του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα. Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.

Είταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψη. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης Παπά Νικηφόρο, και τονε στέλνει στην Αγιά Παρασκευή της πίσω της Ενοριάς. Θα μου πης πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις. Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολίζεται ο Παπά Νικηφόρος.

Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελλί μου μέρα και νύκτα, θα μέπαιρνε και μένα στα νύχια της η Ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπά Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε, — στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν είσουνα τότες εδώ να τα μάθης. Θυμάσαι τι είταν πρι να βάλη τα ράσα. Λεφτουργός είτανε.