United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την ξενιτειά που μας ήρθε, κάτω στην πατρίδα της, εκεί κάτω στη Δύση, ίσως έταξε τίποτις κανενός, σα γυρίση πάλε πίσω. Κάτι θα με κρύφτη· είναι αδύνατο με την ομορφιά της, να μην την αγάπησε όποιος την είδε. Για τούτο κάμνει πρώτα την αδιάφορη και παίζει και γελά· για τούτο μόλις μια λέξη ξέρει να μου πη, εκεί που η αγάπη με τρελλαίνει. Για τούτο κάθεται ώρες και συλλογιέται.

Είχε καρδιά ή δεν είχε, είταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξη, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγη, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή; Είταν αδύνατο η Λέλα να μείνη αδιάφορη και κρύα, να περπατή με το μαλακό της το χαμογέλοιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνη και μόλις να με βλέπη.

Αλλ' ας αφήσωμεν αυτά και ας έλθωμεν εις τον ιδιαίτερον βίον του παρασίτου και εξετάζοντες τα καθέκαστα ας τα συγκρίνωμεν προς τον βίον του φιλοσόφου. Και εν πρώτοις θα ίδωμεν τον παράσιτον να περιφρονή πάντοτε την δόξαν και ν' αδιαφορή τελείως διά την ιδέαν την οποίαν έχουν περί αυτού οι άνθρωποι.

Να τιμάη τον άντρα, ν' ανασταίνη τα παιδιά, να φέγγη λαμπάδα στο νοικοκυριό της. Γράμματα ούτε γρυ. Είχε όμως ακουστά πως εκείνα φτιάνουνε τον άνθρωπο. Μάλιστα για τα σερνικά είναι απαραίτητα. Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητο. Την έμαθε και την πίστευε σα θρησκευτική εντολή τη δασκαλική παροιμία. Μα και στα λόγια του Δημητράκη της δεν ημπορούσε να μένη αδιάφορη.

Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανοπ’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής. Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο. — Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας;

Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω; Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα; Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη, Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!

Καθετί είναι στην εξουσία μας κι όλα προσαρμοσμένα στη χρήση τη δική μας και για την ευχαρίστησή μας. Κι αυτός ο εγωισμός, που είναι τόσο χρήσιμος για την ορθήν αντίληψη της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας, είναι εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα της ζωής του σπιτιού. Έξω στην εξοχή γίνεται κανείς αφηρημένος κι απρόσωπος. Η ατομικότης του τον αφίνει ολότελα. Έπειτα η φύση είναι τόσον αδιάφορη, τόσον απροσδιόριστη.

Και μου είπε· Σάτυρέ μου, Με γνώσι σε θαρρούσα, Μηδέ ήλπιζα ποτέ μου, Μηδέ το καρτερούσα, Χωρίς να συλλογέσαι, Μ' εμένα να μετριέσαιΘαρρείς σαν ονειδίζεις Των αμαθών το πλήθος, Μπορείς εσύ να γγίζης Και φιλοσόφων ήθος, Με όλα τα σωστά σου! Σιώπα, κι' αφηκρά σου. Και μάθε, πως η φύση Αδιάφορη μητέρα Χωρίς ν' αναμερήση Στη γη και στον αγέρα Κανένα απ' όσα φέρει, Στον κόρφο της τα σέρει.

Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με φωνή αδιάφορη: — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά. Ζωντανά!