United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν». — Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.

Έρχεσθε ως αντιπρόσωπος του Κ. Πλατέα, υποθέτω, είπεν ο γέρων με ύφος μάλλον ειρωνικόν. — Μου είπε την ομιλίαν την οποίαν είχατε το πρωί. — Ομολογώ, Κύριε Λιάκε, ότι η αυτόκλητος μέριμνά σας περί αποκαταστάσεως της θυγατρός μου μου εφάνη ολίγον παράδοξος. — Κύριε Μητροφάνη, πιστεύσατε παρακαλώ ότι η προτασις του Κ. Πλατέα ήτο αυθόρμητος και ότι δεν την υπεκίνησα εγώ.

Και ούτω φαίνεται ότι εστεγάζοντο και όλα εκείνα τα πλήθη άτινα είχον συρρεύσει πανταχόθεν εις το βάπτισμα του Ιωάννου. «Λέγει αυτοίς, έρχεσθε και ίδετεΑι λέξεις ήσαν πάλιν απλούσταται, αν και απαντώσιν εις χωρία εγκλείοντα βαθύτατα νοήματα. Τώρα όμως είχον αποτέλεσμα πλέον ή άλλοτε αξιοσημείωτον.

Ώστε τούτο είναι το να νικάται κανείς από την ευχαρίστησιν, η πλέον μεγάλη αμάθεια, της οποίας απ' εδώ ο Πρωταγόρας λέγει ότι είναι ιατρός καθώς και ο Πρόδικος και ο Ιππίας· σεις δε, επειδή φαντάζεσθε, ότι είναι άλλο τίποτε και όχι αμάθεια, ούτε σεις έρχεσθε, ούτε τα παιδιά σας στέλλετε εις τούτους εδώ τους σοφιστάς, οι οποίοι είναι οι διδάσκαλοι τούτων των πραγμάτων, διότι ίσως νομίζετε ότι αυτό το πράγμα δεν ημπορεί να διδαχθή, αλλά λυπούμενοι τα χρήματά σας και μη δίδοντες εις τούτους, ευρίσκεσθε εις δυστυχίαν και ιδιωτικώς και δημοσίως.

Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.

Από την Χίον, απεκρίθη ο πατήρ μου, μετά κόπου ορθώσας την κεφαλήν. ― Και τι κάθησθε εδώ έξω; Πώς δεν έρχεσθε εις την πόλιν μας. ― Πηγαίνομεν εις το Άργος. ― Εις το Άργος! Δεν είναι τόπος διά γυναικόπαιδα το Άργος. Εδώ να μείνετε. Είπεν ο πατήρ μου ότι πηγαίνομεν εκεί προς εύρεσιν πόρου ζωής.

Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο ΓύφτοςΚαι τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.

ΘΕΡΑΠΩΝ Μη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έδωκες το παιδί σ’ αυτόν, όπως μας λέγει; ΘΕΡΑΠΩΝ Το ’δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια. ΘΕΡΑΠΩΝ Πιο πολύ θα ’μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει.

Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς. ― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;

Έρχεσθε κατ' ευθείαν εκ Σπάρτης; — Ναι. — Και τι εμάθετε εκεί; — Έν μόνον σπουδαίον, είπεν ο Θεόδωρος. — Το ποίον; — Λέγουν ότι οι Τούρκοι πολιορκούν την βασιλεύουσαν των πόλεων, είπεν ο Θεόδωρος με συγκεκινημένην φωνήν. Συγχρόνως δε απεκάλυψε την κεφαλήν, καθ' ην στιγμήν επρόφερε τας δύο λέξεις: «βασιλεύουσαν των πόλεων». Ήτο έθος συχνόν παρά τω λαώ της Ελλάδος κατά τον χρόνον εκείνον.