United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί αυτός είνε κατεργάρης και όσα σπίτια δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν τα ψιλικά από αυτόν, δεν τους δίνει ψωμί κρέντιτο. Να, αυτά είνε τα σωστά. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου, η ατυχία με κυνηγά· και να πης χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρήν ότι ο Σπύρος ειμπορεί να είνε άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είνε.

Ο ναύτης ήταν πολύ γνωστός για την καλωσύνη και την τιμιότητά του. Ήταν όμως άτυχος άνθρωπος. Η γυναίκα του, που είχε πολύ δύστροπο χαραχτήρα, ποτέ δεν του γλυκομίλησε και συχνά τον εξέβριζε, γιατί, ενώ άλλες, ναυτώνε γυναίκες, ήταν πλούσιες· ενώ ο άνδρας της συντέκνισάς τους αγόρασε αμπέλι και χωράφι, αυτοί με δυσκολίαν εζούσανε.

Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κ' αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο», και από πίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι πάλιν, «τύφλα! » σου φωνάζουν όλοι.

Άιντε να βρης ψωμί! κ' εκείνο το καϋμένο πήγε με τα καράβια· με χρόνια έγεινε ακουστός ο Παπα-Δράκος ο γυιος της Παπα-Δράκαινας μέσατα τσούρμα των καραβιών, 'ς τα πληρώματα καθώς λένε τώρα. Άξιος κ' επιδέξιος ναύτης, φημισμένος για την αποκοτιά του. Μα ήτανε άτυχος. Με όποιο καράβι μπαρκάριζε, κινδυνεύανε πάντοτε, και αυτόν, ως απόκοτον, έστελναν πάντοτετον Αράπη.

Σου το είπα όμως και άλλαις φοραίς. Όπου κακομοιριά εκεί και ατυχία. Έπειτα εσύ διαβάζεις βιβλία. Δεν ξεύρεις ότι «κακομοίρης» θα πη άτυχος; Το βέβαιον όμως είνε, ετελείωσεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος επήγαινεν από μικρός σε κανένα Μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είνε κάτι τι.

Λοιπόν αυτή, καθώς είπα εις άλλο μέρος, δεν θα υπομείνη ούτε τον λόγον ο οποίος ελέχθη ορθώς, χωρίς να ξεφωνήση με όλα της τα δυνατά, εδώ όμως πολύ πιθανόν. Εάν λοιπόν νομίζετε ότι δεν πρέπει να μείνη άτυχος η συζήτησίς μας περί πολιτείας τουλάχιστον από λόγους, είμαι πρόθυμος να είπω ό,τι είναι αγαθόν και πρέπον, εάν και σεις θέλετε να ακούσετε· ει δε μη ας το αφήσωμεν.

Ήδη απεμακρύνθη του Κάστρου, ενώ το χιονόνερον ετίναζεν εις την πρύμνην της «Γαλανομμάτας» τον τελευταίον αντίλαλον της Αλτανούς, πένθιμον πάντοτε, ως στεναγμόν πνιγομένου: — Μανωωωώληηη! Η χήρα η Αλτανού, μία υψηλή-υψηλή χήρα, 'σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά, καρδιάν θαλασσοκαμένην, είχε χάσει πολλούς, όλους, εις την θαλασσαν, η άτυχος.

Συ όμως όποια κι' αν είσαι μάθε το. Μοιάζεις πολύ μ' εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια της άμοιρης Αλκήστιδος. Αλλοίμονο, λυπήσου και πάρτην απ' τα μάτια μου να μην την βλέπω, εμπρός μου. Είν' αρκετή η οδύνη μου, μη μου προσθέτεις κι' άλλην. την βλέπω και μου φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μου ραγίζεται η καρδιά και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι. Ω τι άτυχος που είμαι!