United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Σεφάκας προβάλλων ότι εχαρίσθησαν από τον Κιουταχήν εις αυτόν, δεν ήθελε να συγκατατεθή· ο αρχηγός αφ' ενός μέρους παρουσιάζων εις αυτόν την ανάγκην του στρατοπέδου, αφ' ετέρου δε υποδεικνύων την βίαν, επέμενεν έως ού τελευταίον ο Σεφάκας έδειξεν ότι επείσθη να δώση μέρος διά τροφήν του στρατοπέδου.

Ο αρχιστράτηγος ανήγγειλεν εις τους πολιορκουμένους την αποτυχίαν εις το τελευταίον υπέρ αυτών κίνημα και τους εσυγχώρησε τρόπον τινά να διαπραγματευθώσι με τον εχθρόν, αν δεν δύνανται ν' ανθέξωσιν.

πάλιν τη τρίτη ημέρα ηγέρθη, κατά τας Γραφάς, και ώφθη Κηφά, είτα τοις Δώδεκα· μετά τούτο, ώφθη πλείοσιν ή πεντακοσίοις αδελφοίς επί το αυτό... μ ε τ ά τ ο ύ τ ο, ώ φ θ η Ι α κ ώ β ω, είτα πάσι τοις Αποστόλοις. Τελευταίον δε πάντων, ωσπερεί τω εκτρώματι, ώφθη καμοί». Όσον αφορά την εις τον Ιάκωβον εμφάνισιν, ουδέν περιπλέον γνωρίζομεν, ειμή εκ παραδόσεως ουχί αυθεντικής.

Ούτος δε πάλιν αφήσας να παρέλθωσι και αι άλλαι συμπεφωνημένα ημέραι, έκαμε τρίτην έξοδον εις το προειρημένον μέρος, περιεκύκλωσε τους τετρακισχιλίους και εφόνευσεν αυτούς. Μετά το τελευταίον δε τούτο κατόρθωμα ο Ζώπυρος ήτο το παν εις τους πολιορκουμένους, οίτινες τον κατέστησαν στρατάρχην και τειχοφύλακα.

Ως πρόσθετος τούτου απόδειξις ηδύνατο να χρησιμεύση ότι, αντί του τετριμμένου οδηγού του Βαίδεκερ, είχεν επί των γονάτων του το τελευταίον πόνημα του Μαξ Στίρνερ: &«Το εγώ ως απόλυτον και ο κόσμος ως ιδιότης αυτού».& Ο τίτλος του βιβλίου καθίστα εύκολον την εύρεσιν της εθνικότητος του αναγνώστου όστις, αφού δεν ήτο γερμανός, ως απεδείκνυεν η ανεπίληπτος προφορά των δύο ή τριών λέξεων, τας οποίας έτυχε να εκστομίση γαλλιστί, ήτο ρώσσος βεβαίως και πιθανώτατα μηδενιστής.

Άφησέ με σου λέω να περάσω, ανοστόπλαστε, ανεφώνησε ρίπτουσα κατ' αυτού τελευταίον λίθον. Έπειτα ορμήσασα με όλην την σφοδρότητα της αγανακτήσεώς της διέσπασε τον αποκλεισμόν. Ο Μανώλης δεν επεχείρησε να την καταδιώξη, αλλ' ενώ την παρετήρει απομακρυνομένην της είπε: — Αγάλι 'γάλι θα γενή η αγουρίδα μέλι, να σκάσουνε κ' οι Θωμαδιανοί.

Χωρίς να διστάση, με το υποκάμισον και την περισκελίδα, τα οποία απετέλουν πάντοτε όλην την ενδυμασίαν του, εκπηδήσας από τον καλαμώνα απροσδοκήτως, θαυμασίως, ως τελευταίον απομεινάριον αρχαίας θεότητος, λιμναίας και υδροβίου, άγνωστον και νοθογενές, λησμονημένον από δεκαεννέα αιώνων, διαιτώμενον εκεί εις τους καλαμώνας, διαφυγόν την προσοχήν του χριστιανικού κόσμου, ερρίφθη κολυμβών εις την λίμνην.

Και σπεύδει προς τον οικίσκον της νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος: — Πω! πω! φαντάσματα και κακό! Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, κραυγάζων μακρόθεν: — Κυρά καπετάνισσα!

Οι Τούρκοι βλέποντες ότι κατεδαφίσθη ολοτελώς το μοναστήριον, ότι τους εξέλιπον αι τροφαί και τα πολεμοφόδια, προ πάντων δε το νερόν, τελευταίον μη βλέποντες ουδέ βοήθειαν καμμίαν, ουδέ καν προσπάθειαν συνδρομής από το μέρος των οικείων των, ενώ μόλις απείχον πεντακόσια βήματα, απεφάσισαν να ζητήσωσι συνθήκας και διεύθυνον ταυτοχρόνως το πρόβλημά των εις τον Καραϊσκάκην, τον Ναύαρχον και τον Αρχιστράτηγον.

Οι γονείς δεν εύρον το τέκνον των ούτε εκείνην την ημέραν, ούτε εκείνην την νύκτα, ούτε κατά το πλείστον μέρος της επομένης, έως ότου τέλος ανεκάλυψαν αυτό εις το μέρος, όπου τελευταίον εξ όλων εσκέφθησαν να το ζητήσουν, εν τω Ιερώ «καθεζόμενον εν τω μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού».