United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Η τέχνη του, η τύχη του, το σκαφίδι που τον κρατεί και το στοιχειό που τον μάχεται, σμίγει και σφιχτοδένει όλους μαζί μικρούςμεγάλους στα βρόχια του κινδύνου και των θλίψεων. Ήθελαν πολλοί να τον βγάλουν από τη νέκρα τουνα του δώσουν δουλειάέλα όμως που ετρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν πράγμα τιποτένιο. Καλά πίσω αν εγύριζε το πλεούμενο. Αν το εκάρφωνε όμως για πάντα σε καμμιά ξέρα;

Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν. Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε: — Και τώρα!! — Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος. — Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός της υπηρεσίας, για την ανάκριση. Αυτό ήτανε όλο.