United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα: — Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της: — Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!

Έκυπτον αι έμπροσθεν κατά λάθος, έκυπτε και αυτή κατά λάθος, επιλέγουσα εις το τέλος της λειτουργίας: — Τώρα! καταλαβαίνουμε τάχα κ' εμείς Ακκλησιά! Πολλάκις προσεπάθησε να εισχωρήση εμπρός, πλην ουδέποτε εύρισκε θέσιν. Πάσαι ήσαν κατειλημμέναι.

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν: — Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα. Εβράδυασε πλέον.

Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν.

Και ότε κατόπιν ωλιγόστευσαν η σπίθαις, η Μυγδαλίτσα ήρχισε τάχα να τας μετρά μίαν-μίαν τας σπίθας, επιλέγουσα εν συγκινήσει: — Θαρθήδεν θαρθή. Θαρθήδεν θαρθή.

Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα: — Χαλάλι σου, άνδρα μου!

Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα , τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν , τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά-σιγά: — Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!

Η γραία καταπεπονημένηήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίανεπακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά-σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν: Καμάρα χτίζωτο 'γιαλό, Καμάρα δε στεργιόνει.