United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε συγχρόνως μέσα εις την γενναίαν αυτήν των στοιχείων αναταραχήν, ήρχισε να κτυπά και η καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, ψηλά εις τον βράχον, πίσω εις της Πλάκαις, επαυξάνουσα τον κίνδυνον: — Νταν! Νταν! Νταν!

Τους δε κατωτέρους ας μη περιφρονώμεν, αλλά φιλικήν και ενθαρρυντικήν χείρα ας τείνωμεν προς αυτούς. Καθώς δε πρέπει να ήμεθα πάντοτε πρόθυμοι προς γενναίαν αντίκρουσιν παντός εξωτερικού εχθρού της πατρίδος, τοιουτοτρόπως οφείλομεν προθύμως να καταπολεμώμεν και πάντας τους εσωτερικούς εχθρούς αυτής.

Βάκτρον του γήρατός του, διά να υποβαστάζη τα ρευματισμένα γόνατά του, ο γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην, παιδίον δώδεκα ετών, τον οποίον είχε παρονοματίσει με γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η σύζυγος του Μπαμπούκου. Αλλ' ο Πάπος του έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον, από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν.

Εις την μεμονωμένην παρατήρησιν ταύτην υπηνίσσετο κατά πάσαν πιθανότητα, τας σχέσεις των προς Ηρώδην τον Αντίπαν, τον οποίον αυτοί προθύμως εκολάκευον, και προς τον οποίον ουδείς εξ αυτών είχε τολμήσει να μετέλθη την γενναίαν γλώσσαν του ελέγχου, την οποίαν είχε λαλήσει Ιωάννης ο Βαπτιστής, καίτοι, διά των σαφεστάτων διατάξεων του Νόμου, τον οποίον επηγγέλλοντο ότι σέβονται, το διαζύγιόν του από της θυγατρός του Αρέτα ήτο παράνομον, και ο γάμος του μετά της Ηρωδιάδος ήτο μοιχεία άμα και αιμομιξία.

Εάν δεν υπήρχον κτίσται, ο πατέρας του δεν θα του έκτιζε σπίτι· και αφού δεν θα του έκτιζε σπίτι, δεν θα υπήρχε λόγος ναναβληθή ο γάμος του. Το μειδίαμα το οποίον μακρόθεν του έπεμπεν η Πηγή, διερχομένη ή πλύνουσα εις τον ποταμόν, ήτο ισχνή τροφή διά την γενναίαν όρεξιν του Μανώλη.

Τέλος οι Έλληνες, ενθαρρυνθέντες από τα συμβάντα της νυκτός, επεχείρησαν έξοδον γενναίαν και έτρεψαν εις φυγήν τους βαρβάρους. Ενώ δε εκείνοι έφευγαν μετά τρόμου, εξήρχοντο εις καταδίωξίν των και αι γυναίκες και τα παιδία και επροχώρουν μέχρι του στρατοπέδου των.

Και συγχρόνως στρέψας προς ημάς είπε· Πόσον φιλόφρων είναι ο άνθρωπος αυτός· και εις όλου του καιρού αυτού το διάστημα μ' επλησίαζε, και συνωμίλει κάποτε μαζί μου και ήτο ο καλύτερος άνθρωπος και τώρα με πόσον γενναίαν καρδίαν με κλαίει. Αλλ' έλα λοιπόν, Κρίτων, ας υπακούσωμεν εις αυτόν και ας φέρη κανείς το δηλητήριον, εάν έχη τριφθή· εάν δε όχι, ο άνθρωπος, ας το τρίψη.

Ω Θεέ μου, είπε τότε ο Αμπτούλ, ημπορεί ένας πατέρας τόσον σκληρός να έχη μίαν θυγατέρα τόσον γενναίαν; Ταύτα λέγοντας ο Αλής με την Βεζυροπούλαν τον ένδυσαν με ένα φόρεμα σκλάβου, και τον επήραν και τον έκρυψαν εις το σπήτι του Αλή, έως που ο βεζήρης έπαυσε να τον ζητά.

Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη. Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον.