United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.

Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω, Είνε φρόνιμον εν πρώτοις το λαρύγγι μου να βρέξω Με καμμία σοκολάτα, ή κανένα παγωτό, Για να μη βραχνιάζω διόλου και τον λόγον σταματώ. Κάθε ρήτωρ, κύριοί μου, πριν ακόμη ομιλήση, Είν' απόλυτος ανάγκη τον λαιμό του να δροσίση, Επειδή αλλοιώς βραχνιάζει, και το βράχνιασμα τον κάνει Την σειράν των ιδεών του και του λόγου του να χάνη.

Εγώ, κύριοι, δεν πήγα εις τα πόδια κανενός, Και εις τούτο είνε μάρτυς αληθής ο ουρανός. Διά ποίον λοιπόν λόγον με αφίνετε απ' έξω, Και με φέρνετε εις θέσιν να εμβώ να σας της βρέξω; Όταν ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή, εσείς μονάχοι Δεν μας είπατε με χάριν να σας δείξωμεν την ράχη, Κι' όταν έλθη ο καιρός μας, θα μας πήτ' ορθά κοφτά, Να ορίσωμεν και πάλιν; . . . Αι! δεν τάπατε αυτά;

Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι. — Τίποτε. Δε σε φώναξα... Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξη πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθή κ' έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κ' έκατσε κοντά στον άρρωστο. — Εσύ 'σαι, Βαγγέλη; — Εγώ, Γιώργη. — Να βρέξω το στόμα μου... λίγο νεράκι..