United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας έφεραν την είδησιν ότι ήρχετο με ένα δυνατόν και φοβερόν στράτευμα εκείνος ο τύραννος βεζύρης, που άρπαξε τον θρόνον του πατρός μου, διά να καθυποτάξη και το βασίλειον του θείου μου και εις ολίγην ώραν εμβήκεν εις την πόλιν χωρίς αντίστασιν, επειδή ο θείος μου δεν είχε στράτευμα αρκετόν να του εναντιωθή.

Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώση, αλλ' ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίση και ανώγειον κ' έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και ... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήση προ ημερών να είπη προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε.

Συνωδεύετο υπό νεανίδων της κώμης, και ο νυμφίος ήρχετο εις προϋπάντησίν της μετά των νεαρών φίλων του.

Αν δεν έπλεε καμμία βρατσέρα ή καμμία γολετίτσα την νύκτα εκείνην εις το πέλαγος, ολίγον ανοικτά από την ακτήν, η οποία θα έτυχε να έχη ορνιθώνα εις το κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ήρχετο από το Καλύβι μιας ποιμενίδος, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίον δεν απείχε πολύ, ευρισκόμενον επάνω εις την ράχιν του βουνού, και αντικρύζον με το Έρημον Χωρίον.

Προς τούτο σχετίζεται το απαντών εν τη προς Εφεσίους του Παύλου, «Έγειραι, ο καθεύδων, και ανάστα από των νεκρών, και επιψαύσει σοι ο Χριστός». Μυριάδες παραδόσεων συνήφθησαν πέριξ της καταπληκτικωτάτης και συγκινητικωτάτης σκηνής εν τη ιστορία του κόσμου. Διότι η βασιλεία του Θεού ήρχετο, και είχεν έλθη.

Οι δε Αθηναίοι, διαμείναντες δεκατρείς σχεδόν ημέρας, πασχόντες εκ του χειμώνος, στερούμενοι τροφών και ουδέν μέσον επιτυχίας βλέποντες, επέστρεψαν εις την Νάξον και περιχαρακώσαντες το στρατόπεδον διεχείμαζον αυτού. Απέστειλαν επίσης τριήρη εις τας Αθήνας ζητούντες να τοις σταλούν μόλις ήρχετο η άνοιξις χρήματα και ιππείς.

Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα• «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη». ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.

Ο δε Αριστεύς, μετά τον διά τείχους αποκλεισμόν αυτής, ουδεμίαν έχων ελπίδα σωτηρίας, εκτός αν ήρχετο βοήθειά τις εκ της Πελοποννήσου ή συνέβαινεν απροσδόκητόν τι, συνεβούλευε μεν, πλην πεντακοσίων, οι λοιποί άμα πνεύση ούριος άνεμος να εκπλεύσουν όπως επαρκέσουν πλειότερον χρόνον τα τρόφιμα, αυτός δε να είναι μεταξύ των μενόντων.