United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις, γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ, και τρεις φοραίς ακόμη, — έγειναν εννηά ! Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή! ΜΑΚΒΕΘ Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!

Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό. Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα. Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές. Να τώρα!

Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το Παρίσι. Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις, υποδέχονται τον Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η σύζυγος και τα τέκνα του ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.

Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα: Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω· Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω. Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.

Όταν τέλειωσαν, η Ζωηδία σηκώθηκε και παίρνοντας την Αμινά από το χέρι, της είπε, «αδελφή μου, οι φίλοι μας θα μας συγχωρήσουν αν ξεχάσουμε την παρουσία τους και εκτελέσουμε το νυκτερινό μας καθήκον». Η Αμινά κατάλαβε το νόημα των λόγων της αδελφής της, και μάζεψε πιάτα, ποτήρια και μουσικά όργανα, ενώ η Σεραφεία σκούπισε την αίθουσα και τακτοποίησε.

Μα τι να κάμης με τους ψεύτες; Τώρα όμως, μ' εννόησες, δεν μου φεύγει, γιατί έλαβα μέτρα. — Τουλάχιστον κύτταξε αυτά που κρατείς τώρα να μη σου φύγουν. — Αυτό ούτε να λέγεται· τα χρήματ' αυτά τάχω στο χέρι. Και ξέρεις το σχέδιό μου; — Θα είν' εκείνο το περυσινό. — Ναι, μα τώρα τέλειωσαν τα ψέμματα ευθύς που πάρω τον παρά, με εννόησες . . . Την στιγμήν εκείνην εφάνη ερχόμενος ο πολιτευτής Σ . .

Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό τηςκαι καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμήμόνο χίλια χρόνιακι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.

Άμα διαβάζω τα φύλλα αυτά και βλέπω πως τρέκλιζα αναμεταξύ ελπίδας και φόβου δε νοιώθω πως μπορεί να είναι αληθινά όσα διηγούνται αυτά τα φύλλα. Κι όμως είναι. Κι όσο κι αν είναι τα σημειώματα αυτά άπλερα και κοματιαστά, μου διηγούνται ωστόσο με τέλεια βεβαιότητα πως τότε έλπιζα περσότερο παρότι μπορώ να το εννοήσω τώρα που εξηγηθήκανε και τελειώσαν όλα.

Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότεροΤα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι.