United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως προς τούτο ευρέθη ηπατημένη η κυρά Μανωλάκαινα. Ενόμιζεν ότι διά του γάμου της θα εισήρχετο πλέον με ούριον πνεύμα εις τα σόια, αλλά έβλεπεν ότι, αν ο σύζυγός της δεν επείθετο ν' αναμιχθή εις την πολιτικήν μέ τινας μικροδαπάνας, αδύνατον ν' αναγνωρισθή η Γερακίτσα ως αριστοκράτισσα. Αλλ' ο κυρ Μανωλάκης δεν τα ήκουεν αυτά.

Ο κυρ Μανωλάκης ήτο ευκατάστατος, ήτο και από σόι, αλλ' ένεκα της βραδύτητος του γάμου του, και ιδίως ένεκα της φιλαργυρίας του, μόνος του είχεν αποσυρθή από την δράσιν των οικογενειών, ευτελώς ενδυόμενος και ευτελώς διαιτώμενοςαφού είχε σκοπόν να γείνη καλόγηροςκαι εις το χωρίον δεν τον ανεγνώριζον πλέον ως έχοντα δικαιώματα επί της δημογεροντίας, αφού μάλιστα όλας τας καλάς ημέρας απουσίαζεν εις το Κοινόβιον.

Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.

Εκεί ήτον και ο αριστερός ψάλτης, με το βρασμένο το αυγότην τσέπη, να πουν το Χριστός γεννάται και να το φάγη αμέσως, ν' ανοίξη τάχα η φωνή του, κλεισμένη απ' τα λάδια. Ήλθε και ο καϊριστής ο Μανωλάκης από τους πρώτους μαθητας του Καΐρη, δύο φοράς τον χρόνον εμβαίνων εις εκκλησίαν, Χριστούγεννα και Πάσχα· κ' έστεκε κ' εκύτταζε γύρω-γύρω σαν χαζός.

Τι ζήλεψες από τους τενεκέδες; — Όλος ο κόσμος ζηλεύει! — Μα θέλουμε παράδες, γυναίκα. — Έχουμε τα βαρέλια γεμάτα. — Δεν φθάνουν! — Τι λες, Μανωλάκη; Με πενήντα βαρέλαις θα μεθύσουμε όλο το χωριό. — Και ύστερα; — θα βγης πάλιδρους, σύβουλος , ό,τ' θέλεις! — Έχεις απ' αυτά; Ηρώτησε πάλιν ο κυρ Μανωλάκης, προστρίψας γοργώς τον αντίχειρα επί του λιχανού του.

Και ούτως η γραία απέθανεν ευχαριστημένη, αλλάξασα ιδέαν και λέγουσα ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να βιάζωνται. Όποιος βιάζεται, μένει 'πίσω! Και η κόρη της με τον κυρ-Μανωλάκη επήγεν εμπρός. Ο κυρ Μανωλάκης διά των κτημάτων του και της οικονομίας του είχε σχηματίσει καλήν περιουσίαν.

Και τώρα τι γίνεται; — Τώρα ταξειδεύει με τη γολέττα μας, στα μέρη της Ανατολής . . . Επήρε δίπλωμα πλοιαρχίας και την κυβερνά ο ίδιος, επειδή ο πατέρας του γέρασε κ' εκάθισε έξω . . . Φαίνεται πως το έρριξε λιγάκι στο πιόμα, ο Μανωλάκης, μα δεν το παρακάνει πιστεύω . . . Άσπρισε, και δεν θέλει να παντρευτή . . . Καλλίτερα για μένα να σου πω, εξάδελφε.

Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Το είχα τάξιμο, γιατί ο Μανωλάκης ήτον ερωτοχτυπημένος' κ' επειδή η Αγία Αναστασία είναι που λυώνει τα μάγια, μεγάλ' η χάρη της, έζωσα το κλησιδάκι της, και την επερικαλούσα, μην τυχόν ήτο μαγεμμένο το παιδί μου, για να χαλάση τα μάγια.