United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον. Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα, κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον, το πρόσωπόν του έκρυψετα σάβανα του σκότους;

Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν. — Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο Βινίκιος. Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.

Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρυνής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.

Μούσα, 'ς εκείνα φέρε με τα τιμημένα χρόνια. ................................................... Παίρναν ν' ανθίζουν τα κλαριά, να λυώνουνε τα χιόνια, Καθάριος, ασυγνέφιαστος ο ουρανός να λάμπη.

Όσο για την άλλη τέχνη που σ' αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του. Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης.

Εν μέσω μεγάλης λύπης, οι σύντροφοι του Μόρχολτ έφθασαν στην Ιρλανδία. Άλλοτε, όταν έμπαινε στο λιμάνι του Βάιζεφορ, ο Μόρχολτ χαιρότανε βλέποντας μεζεμένους πλήθος, τους ανθρώπους του που τον χαιρετούσαν με ζητωκραυγές, και την αδερφή του την Βασίλισσα, και την Ιζόλδη την ανηψιά του με τα χρυσά μαλλιά, που η καλλονή της άρχιζε να λάμπη σαν απαλή αυγή.

Αυτή, που ήθελε να πεθάνη μαζί του, παραμέρισε το τελευταίο διαγερτικό για να μην μπορή να κατηγορή έπειτα τον εαυτό της πως τάραξε τις τελευταίες ώρες του μικρού, μόνο για να έχη εκείνη τη χαρά να βλέπη να μας λάμπη το μεγάλο μάτι του. Γιατί το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο πια. Το βλέφαρο είταν κλεισμένο απάνω του, σα να είτανε πια νεκρό το μισό κορμί του, όταν όμως άνοιγε το αρι

Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός.

Σκλάβοι τους δεν είμαστε. Ο νους είναι που ζωντανέβει τη γραμματική. Φτάνει νάχουμε μια ιδέα, να τρέμη η καρδιά μας, και βλέπετε αμέσως και τη γλώσσα να χύνη όλα της τα λουλούδια· βλέπετε την κάθε λέξη να λάμπη σαν ολόφωτο φεγγάρι. Ξέρω τι θα με πήτε· δεν έγραψαν πάντα μήτε σ' όλους τους τόπους τη γλώσσα που μιλούσαν . Είναι βέβαιο.

Αλλά ηξεύρω το τι είμαι και τι αξίζω! Μίαν ημέραν έπεσε πλησίον της εν κομμάτι υαλίνου ποτηριού σπασμένον· αλλά η σακκορράφα το είδε να λάμπη και ν' αστράπτη, ώστε το έλαβεν εις υπόληψιν και έπιασεν ομιλίας μαζή του. — Εγώ είμαι καρφίτσα, είπε. Του λόγου σου θα είσαι διαμάντι; — Μάλιστα, δηλαδή από την ιδίαν οικογένειαν.