United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τινος οικίας ηκούσθη πάλιν πολύ αργάως εξεπίτηδες — ο στίχος του τραγουδιού του Αγίου Βασιλείου: «Κυρά μ' την θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου!...» ενώ εκ των παραθύρων, ανοιγομένων εν βία, εφώναξαν γυναίκες τίνες δυνατώτερα: — Αρί! Τον έδιωξε τον μπακλαβά, ο λοχεμένος! Όρθρος βαθύς. Μετ' ολίγον θα κρουσθώσι χαρμοσύνως οι γλυκείς του ναού κώδωνες, κηρύσσοντες τον Νέον Χρόνον.

Αυτή, που ήθελε να πεθάνη μαζί του, παραμέρισε το τελευταίο διαγερτικό για να μην μπορή να κατηγορή έπειτα τον εαυτό της πως τάραξε τις τελευταίες ώρες του μικρού, μόνο για να έχη εκείνη τη χαρά να βλέπη να μας λάμπη το μεγάλο μάτι του. Γιατί το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο πια. Το βλέφαρο είταν κλεισμένο απάνω του, σα να είτανε πια νεκρό το μισό κορμί του, όταν όμως άνοιγε το αρι

Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν. Τα κορίτσια εγέλασαν. Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου. Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως.

Εγονάτισε τότε μπροστά εις την Παναγίτσα μας, την Τριχειρούσα, κ' έκλαιεν: — Αρί, Λουξανιώ, πώς τάφησα το παιδάκι μου και μούφυγε! Πώς τώκαμα αυτοδά, αρί. Δεν το κρατούσες, αρί να μη φύγη το παιδάκι μου; Δεν το κρατούσα, μαθές! . . Κ' έκαμε μετάνοιαις εις την Παναγίτσα μας, κ' έκλαιε κλάματα κ' εφώναξε δυνατά: — Δεν μ' έπαιρνες κι' εμένα μαζί . . . Αλλ' επί τέλους επροδόθη ο ναύκληρος.

Διότι ήτο ποτε, ω Σόλων, προ της μεγάλης διά των υδάτων καταστροφής, αύτη, ήτις είναι τώρα η πολιτεία των Αθηναίων, πολιτεία αρί- στη, και προς πόλεμον και κατά πάντα τα άλλα πράγματα κα- λώς συντεταγμένη περισσότερον πάσης άλλης, και υπ' αυτής έγιναν, ως λέγεται, τα κάλλιστα κατορθώματα και αι κάλλι- σται πολιτειακαί διατάξεις εξ όλων, όσων την γνώσιν υπό τον ου- ρανόν ημείς έχομεν παραλάβει.

Τα, τι λουγάτι! — Άψητες, θαπώ; — Αρί! Μουλύβια! Εκραύγαζον τότε αι γυναίκες δυσαρεστημέναι διά την βίαν της Μιλάχρως, ήτις εξεφούρνιζεν άψητες της βασιλόπηττες. — Για σας μονάχα, θαρρείτε, ξημερόνει Άιβασ'λιού; Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο, ήρχισε σπεύδουσα να ρίπτη πάλιν κλάρες εις τον φούρνον. Επειδή δε αι γυναίκες εγόγγυζον και άλλαι ηπείλουν εν ταραχή θορυβώδει, είπε πάλιν η Μιλάχρω.

Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!