United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα γνώριμα ήτανε τόσο πιο γλυκά από την ασυνήθιστη ευτυχία, που έκλαιγε, όταν εχωριζότανε καθέν' απ' αυτά· και μήτε τα καρδάρια τα εκρέμασε προτού ν' αρμέξη, μήτε το τομάρι προτού να το φορέση, μήτε το σουραύλι προτού να το παίξη, μα τα εφίλησε όλα αυτά κ' εχαιρέτισε τα γίδια κ' εφώναξε τους τράγους με τ' όνομά τους. Κι απ' την πηγή ακόμη έπιε, επειδή πολλές φορές είχε πιεί και με τη Χλόη.

Η Αϊμά είδεν εκ του κήπου τους δυο οδοιπόρους, και έμενεν εμβλέπουσα ατενώς προς αυτούς. Ο πεζός θεράπων διηυθύνθη προς την καλύβην. Πλησιάσας, εχαιρέτισε τους δύο συζύγους. Η Αϊμά παρετήρει προσεκτικώς, και έλεγε καθ' εαυτήν ότι κάπου είχεν ιδή τον άνθρωπον τούτον. Του άλλου, όστις είχε καταβή εκ του ίππου, οι χαρακτήρες του δεν διεκρίνοντο καλώς. Ήτο ήδη εσπερινή αμφιλύκη.

Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν, ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους τους χριστιανούς.

Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε: — Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην. — Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά. Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση. Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην.

Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως.

Ο γέρων βοσκός τας εχαιρέτισε, και ακούσας από μακράν τας ομιλίας των περί Κουκκίτσας, νεκρών και βρυκολάκων, εσταμάτησε γαλήνιος και ατάραχος. — Τι κάθεσθε και λέτε, χριστιαναίς μου! Νά, δεν πάτε εις τον Άγι- Αντώνη να την ιδήτε που ανάπτει τα κανδήλια!..... — Η Κουκκίτσα; εκραύγασαν αι γυναίκες έντρομοι. — Ανάπτει τα καντήλια τακτικά.

Όταν δε τους απέπεμψε, τοις είπεν· «Ω παίδες, ηξεύρετε άρα γε ποίος εφόνευσε την μητέρα σας;» Ο λόγος ούτος εις μεν τον πρεσβύτερον ουδεμίαν επροξένησεν εντύπωσιν· αλλ' ο νεώτερος, όστις εκαλείτο Λυκόφρων, τόσον ελυπήθη ακούσας, ώστε επιστρέψας εις Κόρινθον ούτε εχαιρέτισε τον φονέα της μητρός του Περίανδρον, ούτε απεκρίνετο προς αυτόν ομιλούντα, ούτε τω ωμίλει εξετάζοντι.

Έφυγαν όλοι και δεν εσυλλογίσθησαν να μου βάλουν νερόν. Ο λαιμός μου είναι κατάξηρος και με καίει. Πότε παγώνω και πότε ανάπτω. Ω! θ' αποθάνω! θ' αφήσω τον ήλιον και την πρασινάδα και όλα τα ωραία πλάσματα του Θεού! Και έχωσε την μύτην τον εις το χόρτον να δροσισθή, και τότε είδε το χαμόμηλον και το εχαιρέτισε γλυκά και είπε: — Και συ εδώ θα μαρανθής, κακόμοιρον άνθος!

Ο έπαρχος εξελθών την εχαιρέτισε φιλικώς, αλλ' η Κυρά Λοξή δεν επρόσεξεν εις τον χαιρετισμόν του. Δραμούσα προς τον τυφλόν της τον έλαβεν εκ της χειρός, τον ανήγειρε και διηυθύνθη μετ' αυτού προς τον ιατρόν, όστις έστεκεν εις το κατώφλιον της θύρας του.

Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος. — Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο παππά Κύριλλος. — Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.