United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν: — Μπάρμπα-Σταύρο! Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ στυγεράν της φωνής των : — Ωχ! Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του εδάφους.

Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού. Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος, όστις μόλις τους συνεκράτει: — Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής. Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα: — Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . .

Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίματους κόπους μας! — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, αναγνωρίσασαι αυτόν. — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουντα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον! — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω την συνοδοιπόρον της.

Αι δε γραίαι δυσηρεστημέναι εναντίον του εύρον αφορμήν μίαν ημέραν που έγεινε ταραχή διά τον τρόπον τούτον του επιτρόπου και εκραύγασαν από της γυναικωνίτιδος: — Φωτοσβέστη!

Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».

Ήρκει να κάμετε έτσι, να έτσι, και έπειτα έτσι! . . . — Για όνομα του Θεού, δεσποινίς Σαλοαφέττ! Εκραύγασαν εν χορώ δώδεκα εκ των παρισταμένων. — Τι πρόκειται να κάμετε; Σταματήσατε, αρκεί! Βλέπομεν καλά, πώς πρέπει να κάμη κανείς. Αρκετά, αρκετά! Και πολλοί ηγέρθησαν να εμποδίσουν την δεσποινίδα Σαλοαφέττ να προσομοιάση προς την Αφροδίτην των Μεδίκων.

Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν, εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ και άλλοι συχνότερον. Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι πάλιν. Η διαλογή αρχίζει.

Ο γέρων βοσκός τας εχαιρέτισε, και ακούσας από μακράν τας ομιλίας των περί Κουκκίτσας, νεκρών και βρυκολάκων, εσταμάτησε γαλήνιος και ατάραχος. — Τι κάθεσθε και λέτε, χριστιαναίς μου! Νά, δεν πάτε εις τον Άγι- Αντώνη να την ιδήτε που ανάπτει τα κανδήλια!..... — Η Κουκκίτσα; εκραύγασαν αι γυναίκες έντρομοι. — Ανάπτει τα καντήλια τακτικά.