United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του.

Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα• αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε.

Εκείνη έκυψε προς αυτόν: — Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την αυτοκρατορίαν, — πάλιν θα σε ηκολούθουν! Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της. — Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου! . . . Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της.

Είνε στιγμαί αγωνίας πολλάκις αι στιγμαί εκείναι, καθ' ας η κυρία, μάτην περιμένουσα και μάτην κατασκοπούσα από του παραθύρου της τον καιρόν και τους διαβάτας, αναμετρεί εν συντριβή πόσων γνωρίμων της συναδέλφων τας η μ έ ρ α ς παρημέλησεν, εις πόσους των ξένων της δεν εμειδίασεν επαρκώς κατά την παρελθούσαν Πέμπτην ή Παρασκευήν, όπως τους ενθαρρύνη εις εξακολούθησιν του προσκυνήματος, και συγκυκά εν τη αεικινήτω φαντασία της πολυποίκιλα και συγκρουόμενα σχέδια μετανοίας ή εκδικήσεως.

Ο Λιάκος εμειδίασεν, αλλ' ο Κ. Πλατέας ωσάν να ησθάνθη είδος ζηλοτυπίας διά την δοθείσαν εις την εξαδέλφην προτίμησιν. — Αφού την θέλεις και σε θέλει, επανέλαβε μετά τινα διακοπήν των ερωταποκρίσεων, διατί δεν την ζητείς εις γάμον; — Την εζήτησα. Προ μιας εβδομάδος έστειλα την εξαδέλφην μου εις τον Κ. Μητροφάνην. Αλλά... — Τι αλλά; Πού θα εύρη καλλίτερον γαμβρόν; Δεν ηρνήθη!

Όταν είδε τον Μανώλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήση. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς: — Αέρα θαχωμε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είνε άσφαλτα σημάδια.

Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το πνεύμα. Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον ξένον του. — Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν. — Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως. — Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις αυτής. — Ποίαν συμβουλήν; — Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα.

Ο γέρων εμειδίασεν εις ένδειξιν δυσπιστίας. — Ως μόνον πταίσμα, εξηκολούθησεν ο Λιάκος, δύναται να μου προσαφθή ότι χθες, εις στιγμήν διαχύσεως, διεκοίνωσα εις αυτόν το μυστικόν μου. Αλλά ποτέ, βεβαιωθήτε, ποτέ δεν μου ήλθεν εις τον νουν να τον προτρέψω εις το σημερινόν του διάβημα, και με αδικείτε μεγάλως αποδίδων αυτό εις ιδικήν μου ιδιοτελή υποκίνησιν.

Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων. Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν. Από τον θόλον έπιπτον ρόδα. Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του.

Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.