United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: — Μη γυρίσης!

Τα γαλιά θα εύρισκον και εκεί τροφήν όπως και αλλού, ώστε απεφάσισε να τον περιμείνη. — Δεν κάνω κούνημα ώστε νάρθη· εσκέφθη. Αίφνης γλουγλουκισμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της.

Εκεί ήτο και η μητέρα του, νήθουσα υπό την ιτέαν, εις την σκιάν της οποίας ανεπαύοντο οι αλωνίζοντες. Η απροσδόκητος άφιξις του Μανώλη, αλλά προ πάντων η ταραχή η οποία εφαίνετο εις το πρόσωπόν του, ανησύχησαν τους γονείς του. Η Ρηγινιώ διέκοψε την εργασίαν της, ο δε Σαϊτονικολής, αφήσας και αυτός το «θρινάκι», επλησίασε. — Είντά 'νε, Μανώλη; Είντα γυρεύγεις επαδά κάτω;

Καλά παιδί μ', καλά! Διέκοψε πάλιν η πραεία φωνή. — Καλά που τώμαθα κ' ήρθα. Αλλέως δεν ξέρω τι θα γίνουνταν! Επανέλαβε πάλιν η ωργισμένη φωνή του Στεφανάκη, ελέγχοντος την Θεια- Σταματίτσα. Η φλοξ του φούρνου δεν κατακαίει τόσον σκληρώς τους χλωρούς πρίνους, όσον τώρα οι λόγοι αυτοί οι άγριοι του ασπλάγχνου Στεφανάκη ακουσθέντες κατέκαυσαν την καρδίαν της Μιλάχρως.

Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό. — Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής. — Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.

Η ταραχώδης εποχή της μεταπολιτεύσεως και της τριετούς κρητικής επαναστάσεως διέκοψε την τέλεσιν των ολυμπιάδων, αίτινες επανελήφθησαν μόνον το 1870.

Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γέρο-Χρήστος· και ξεπαστρέψτε τα, αυτά, το γληγορώτερο . . . και ξεκουμπισθήτε αποδώ, γιατί! . . . Διέκοψε, και έφερε την χείρα εις τον πώγωνα· είτα επέφερεν·Είνε κι' άλλοι εδώ, που έχουν γένεια . . .

Αμέσως ο βαστάζος που κατάλαβε ότι αρκούσε μόνο να πει την ιστορία του για να ελευθερωθεί από τον φοβερό κίνδυνο, την διέκοψε, Κυρία μου, ξέρεις ήδη γιατί είμαι εδώ, και αμέσως θα διηγηθώ ότι έχω να πω. Η αδελφή σου με βρήκε σήμερα το πρωί στο μέρος όπου στέκομαι πάντα, περιμένοντας να με προσλάβουν.

Συνεκινήθη τότε και ο γέρων, εδάκρυσε, μας ησπάσθη, και μας ηυλόγησεν· η δε συγκίνησις αύτη τω επέβαλεν επί τινα ώραν σιωπήν, την οποίαν επί τέλους διέκοψε διά των ακολούθων λόγων, οίτινες βαθέως έμειναν εντυπωμένοι εις την ψυχήν μου, και ζωηροί πάντοτε επανέρχονται εις τα ώτα μου.

Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων τούτων: — Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το πυρ. Θέλεις;