United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Κλαίγεστε κι' όντας πέφτουνε τα φύλλ' από τα δέντρα Κ' έρχεται το χινόπωρο κι' ο μαύρος ο χειμώνας, Που η πλάση ξεστολίζεται, που χάνεται κι' ο ήλιος, Που κατεβάζει ο πόταμος, που δέρνουνε τον πύργο Τα φλογερά αστραπόβροντα, κ' η καταχνιαίς τα πλάια, Τους κάμπους τ' ανεμόβροχα, και τα βουνά, η χιονούραις, 'Στους κάμπους ανεμόβροχο, και τα βουνά χιονούρα.

Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα.

Και τα ψηλά κυπαρίσσια, ψηλότερα απ' τον πύργο, πνίγανε ολοτρόγυρα μ' ένα μαύρον ήσκιο τους τοίχους και τα παράθυρα. Κλεισμένος μέσα στον πύργο του ο φιλόσοφος, ζητούσε να πλάση με τη φαντασία του, με τη σοφία και την αγάπη, που κρυφόκαιγε κάτω απ' την παχειά στάχτη της καρδιάς του, ζητούσε να πλάση μια Πολιτεία. Μια Πολιτεία που κανένας φιλόσοφος δεν την είχε ονειρευθή ως τώρα.

Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη ευγενής Νορμανδός·εγώ τους Γάλλους είδα κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένοςτην σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα, και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι εκατόρθον' εκείνος.

Συνοδεύει της αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της πέτρινες γοτθικές προσευχές. Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή. Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η πλάση που έχει απάνω της τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους θυμάταικαθώς η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο.

Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.

Κι' απ' όλα αυτά τα ονείρατα κι' από τους πόθους όλους Εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος, Που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ' τη μοσχοβολιά του. Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, 'ςτήν πλάση Κ' έσκυψε και την φίλησε κι' απ' το φιλί του εκείνο Έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψι.

Εσύ καλά ήσουν μια βολά με τ' άστρα ερωτεμένη, Με τα ρουμάνια, τα βουνά, τους κάμπους, τες βρυσούλες, Με τα λουλούδια, τα πουλιά, τα γρέκια, τα γαλάρια, Με την ξανθούλα ανατολή, με το ροδάτο δύσμα, Με τούτη την Πεντάμορφη οπού τη λένε Πλάση.